πέλτη
1군 변화 명사; 여성
자동번역
로마알파벳 전사:
고전 발음: []
신약 발음: []
기본형:
πέλτη
형태분석:
πελτ
(어간)
+
η
(어미)
뜻
- 목표, 과녁
- 몸체, 몸
- 기둥, 폴란드인, 극점
- a small light shield, without a rim, a target
- a body of
- a horse's ornament
- a shaft, pole
곡용 정보
1군 변화
위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.
현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.
- Πέρσαι καὶ Λυδοὶ καὶ Λίβυεσ ἦσαν ἐν τῇ δυνάμει σου, ἄνδρεσ πολεμισταί σου πέλτασ καὶ περικεφαλαίασ ἐκρέμασαν ἐν σοί, οὗτοι ἔδωκαν τὴν δόξαν σου. (Septuagint, Prophetia Ezechielis 27:10)
(70인역 성경, 에제키엘서 27:10)
- κέλευε πάντασ ἀσπιδηφόρουσ ἵππων τ’ ἀπαντᾶν ταχυπόδων ἐπεμβάτασ πέλτασ θ’ ὅσοι πάλλουσι καὶ τόξων χερὶ ψάλλουσι νευράσ, ὡσ ἐπιστρατεύσομεν βάκχαισιν· (Euripides, episode, trochees 10:6)
(에우리피데스, episode, trochees 10:6)
- καί τισ, φησί, τὸ Περσικὸν ὠρχεῖτο καὶ κροτῶν τὰσ πέλτασ ὤκλαζε καὶ ἐξανίστατο· (Athenaeus, The Deipnosophists, book 1, chapter 27 3:1)
(아테나이오스, The Deipnosophists, book 1, chapter 27 3:1)
- γιγνομένησ δὲ τῆσ ἐφόδου παρῆν ὁ Αἰμίλιοσ, καὶ κατελάμβανεν ἤδη τοὺσ ἐν τοῖσ ἀγήμασι Μακεδόνασ ἄκρασ τάσ σαρίσασ προσερηρεικότασ τοῖσ θυρεοῖσ τῶν Ῥωμαίων καὶ μὴ προσιεμένουσ εἰσ ἐφικτὸν αὐτῶν τάσ μαχαίρασ, ἐπεὶ δὲ καὶ τῶν ἄλλων Μακεδόνων τάσ τε πέλτασ ἐξ ὤμου περισπασάντων καὶ ταῖσ σαρίσαισ ἀφ’ ἑνὸσ συνθήματοσ κλιθείσαισ ὑποστάντων τοὺσ θυρεοφόρουσ εἶδε τήν τε ῥώμην τοῦ συνασπισμοῦ καὶ τήν τραχύτητα τῆσ προβολῆσ, ἔκπληξισ αὐτὸν ἔσχε καὶ δέοσ, ὡσ οὐδὲν ἰδόντα πώποτε θέαμα φοβερώτερον· (Plutarch, Aemilius Paulus, chapter 19 1:1)
(플루타르코스, Aemilius Paulus, chapter 19 1:1)
- σάλιοι δὲ ἐκλήθησαν, οὐχ, ὡσ ἔνιοι μυθολογοῦσι, Σαμόθρᾳκοσ ἀνδρὸσ ἢ Μαντινέωσ, ὄνομα Σαλίου, πρώτου τὴν ἐνόπλιον ἐκδιδάξαντοσ ὄρχησιν, ἀλλὰ μᾶλλον ἀπὸ τῆσ ὀρχήσεωσ αὐτῆσ, ἁλτικῆσ οὔσησ, ἣν ὑπορχοῦνται διαπορευόμενοι τὴν πόλιν, ὅταν τὰσ ἱερὰσ πέλτασ ἀναλάβωσιν ἐν τῷ Μαρτίῳ μηνί, φοινικοῦσ μὲν ἐνδεδυμένοι χιτωνίσκουσ, μίτραισ δὲ χαλκαῖσ ἐπεζωσμένοι πλατείαισ καὶ κράνη χαλκᾶ φοροῦντεσ, ἐγχειριδίοισ δὲ μικροῖσ τὰ ὅπλα κρούοντεσ. (Plutarch, Numa, chapter 13 4:1)
(플루타르코스, Numa, chapter 13 4:1)
유의어
-
목표
-
몸체
- σῶμα (몸체, 몸)
- σκήνωμα (몸체, 몸)
- σκῆνος (몸체, 몸)
- σάρξ (몸체, 몸)
- ἀγγεῖον (몸체, 몸)
- περιφέρεια (a round body)
- ὀδύνη (pain of body)
- δορυφόρημα (a body of guards)
- σῶμα (시체, 사체)
- νεότης (젊음, 젊은이, 청년)
- πεμπάς ([[pentas|]])
- σωμάτιον (a poor body)
- ῥέθος (몸체, 몸, 육체)
- πολῑτείᾱ (the body of citizens)
- χιλιοστύς (a body of a thousand)
- διακονίᾱ (body of servants)
- ἐννεάς (a body of nine)
- αἰχμαλωσία (속박, 감금)
-
a horse's ornament
-
기둥