πέλτη
1군 변화 명사; 여성
자동번역
로마알파벳 전사:
고전 발음: []
신약 발음: []
기본형:
πέλτη
형태분석:
πελτ
(어간)
+
η
(어미)
뜻
- 목표, 과녁
- 몸체, 몸
- 기둥, 폴란드인, 극점
- a small light shield, without a rim, a target
- a body of
- a horse's ornament
- a shaft, pole
곡용 정보
1군 변화
위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.
현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.
- καίτοι σε μικρᾶσ ἐκ τυραννίδοσ μέγαν Θρῃκῶν ἄνακτα τῇδ’ ἔθηκ’ ἐγὼ χερί, ὅτ’ ἀμφὶ Πάγγαιόν τε Παιόνων τε γῆν Θρῃκῶν ἀρίστοισ ἐμπεσὼν κατὰ στόμα ἔρρηξα πέλτην, σοὶ δὲ δουλώσασ λεὼν παρέσχον· (Euripides, Rhesus, episode, iambics11)
(에우리피데스, Rhesus, episode, iambics11)
- ἀλλ’ εἴτε λαιὸν εἴτε δεξιὸν κέρασ εἴτ’ ἐν μέσοισι συμμάχοισ πάρεστί σοι πέλτην ἐρεῖσαι καὶ καταστῆσαι στρατόν. (Euripides, Rhesus, episode, iambic 1:10)
(에우리피데스, Rhesus, episode, iambic 1:10)
- ἕτεροσ δ’ <αὖ> Θρᾷξ πέλτην σείων κἀκόντιον ὥσπερ ὁ Τηρεύσ, ἐδεδίσκετο τὴν ἰσχαδόπωλιν καὶ τὰσ δρυπεπεῖσ κατέπινεν. (Aristophanes, Lysistrata, Agon, antepirrheme10)
(아리스토파네스, Lysistrata, Agon, antepirrheme10)
- οἱ δὲ ἱππέεσ αὐτοῖσιν ἀκόντια δύο ἔχουσιν, οἱᾶ τὰ σαύνια ἀκόντια, καὶ πέλτην σμικροτέρην τῶν πεζῶν. (Arrian, Indica, chapter 16 10:1)
(아리아노스, Indica, chapter 16 10:1)
- λέγοντοσ γάρ τινοσ τῶν μεγαλοτόλμων τούτων ποιητῶν, ὡσ γένοιτό ποτε τρικέφαλοσ καὶ ἑξάχειρ ἄνθρωποσ, ἂν τὸ πρῶτον ταῦτα ἀπραγμόνωσ ἀποδέξῃ μὴ ἐξετάσασ εἰ δυνατόν, ἀλλὰ πιστεύσασ, εὐθὺσ ἀκολούθωσ ἂν ἐπάγοι καὶ τὰ λοιπά, ὡσ καὶ ὀφθαλμοὺσ ὁ αὐτὸσ εἶχεν ἓξ καὶ ὦτα ἓξ καὶ φωνὰσ τρεῖσ ἅμα ἠφίει καὶ ἤσθιε διὰ τριῶν στομάτων καὶ δακτύλουσ τριάκοντα εἶχεν, οὐχ ὥσπερ ἕκαστοσ ἡμῶν δέκα ἐν ἀμφοτέραισ ἑκάστη πέλτην ἢ γέρρον ἢ ἀσπίδα εἶχον, αἱ τρεῖσ δὲ ἡ μὲν πέλεκυν κατέφερεν, ἡ δὲ λόγχην ἠφίει, ἡ δὲ τῷ ξίφει ἐχρῆτο. (Lucian, 152:1)
(루키아노스, 152:1)
유의어
-
목표
-
몸체
- σῶμα (몸체, 몸)
- σκήνωμα (몸체, 몸)
- σκῆνος (몸체, 몸)
- σάρξ (몸체, 몸)
- ἀγγεῖον (몸체, 몸)
- περιφέρεια (a round body)
- ὀδύνη (pain of body)
- δορυφόρημα (a body of guards)
- σῶμα (시체, 사체)
- νεότης (젊음, 젊은이, 청년)
- πεμπάς ([[pentas|]])
- σωμάτιον (a poor body)
- ῥέθος (몸체, 몸, 육체)
- πολῑτείᾱ (the body of citizens)
- χιλιοστύς (a body of a thousand)
- διακονίᾱ (body of servants)
- ἐννεάς (a body of nine)
- αἰχμαλωσία (속박, 감금)
-
a horse's ornament
-
기둥