헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

πέλεια

1군 변화 명사; 여성 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: πέλεια πελείας

형태분석: πελει (어간) + α (어미)

어원: pelo/s

  1. rock pigeon
  2. a prophetic priestess of Dodona (usually in plural)

곡용 정보

1군 변화

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • κἀν τῷδε μόχθῳ πτηνὸσ ἐσπίπτει δόμοισ κῶμοσ πελειῶν ‐ Λοξίου γὰρ ἐν δόμοισ ἄτρεστα ναίουσ’ ‐ ὡσ δ’ ἀπέσπεισαν μέθυ, ἐσ αὐτὸ χείλη πώματοσ κεχρημέναι καθῆκαν, εἷλκον δ’ εὐπτέρουσ ἐσ αὐχένασ. (Euripides, Ion, episode 4:11)

    (에우리피데스, Ion, episode 4:11)

  • οἱ δ’ ἐπτοημένοι φρένασ, κίρκοι πελειῶν οὐ μακρὰν λελειμμένοι, ἥξουσι θηρεύοντεσ οὐ θηρασίμουσ γάμουσ, φθόνον δὲ σωμάτων ἕξει θεόσ· (Aeschylus, Prometheus Bound, episode, lyric 12:5)

    (아이스킬로스, 결박된 프로메테우스, episode, lyric 12:5)

  • τὰ δὲ μυθευόμενα περὶ τῆσ δρυὸσ καὶ τῶν πελειῶν καὶ εἴ τινα ἄλλα τοιαῦτα, καθάπερ καὶ τὰ περὶ Δελφῶν, τὰ μὲν ποιητικωτέρασ ἐστὶ διατριβῆσ τὰ δ’ οἰκεῖα τῆσ νῦν περιοδείασ. (Strabo, Geography, Book 7, chapter 7 20:15)

    (스트라본, 지리학, Book 7, chapter 7 20:15)

유의어

  1. a prophetic priestess of Dodona

유사 형태

출처: Wiktionary 고전 그리스어 단어 목록

이 단어를 Wiktionary에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION