헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

πέλεια

1군 변화 명사; 여성 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: πέλεια πελείας

형태분석: πελει (어간) + α (어미)

어원: pelo/s

  1. rock pigeon
  2. a prophetic priestess of Dodona (usually in plural)

곡용 정보

1군 변화

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • ὡσ δ’ ἐγνώρισαν σαφῆ κελευσμὸν Βακχίου Κάδμου κόραι, ᾖξαν πελείασ ὠκύτητ’ οὐχ ἥσσονεσ ποδῶν τρέχουσαι συντόνοισ δραμήμασι, μήτηρ Ἀγαύη σύγγονοί θ’ ὁμόσποροι πᾶσαί τε βάκχαι· (Euripides, episode, lyric 5:4)

    (에우리피데스, episode, lyric 5:4)

  • ἔτι ἐν τῷ αὐτῷ φησιν Ἀριστοτέλησ ὅτι περιστερὰ ἕτερον, πελειὰσ δ’ ἔλαττον, καὶ ὅτι ἡ πελειὰσ τιθασὸν γίνεται, περιστερά δὲ καὶ μέλαν καὶ μικρὸν καὶ ἐρυθρόπουν καὶ τραχύπουν διὸ οὐδεὶσ τρέφει, ἴδιον δὲ λέγει τῆσ περιστερᾶσ τὸ κυνεῖν αὐτὰσ ὅταν μέλλωσιν ἀναβαίνειν ἢ οὐκ ἀνέχεσθαι τὰσ θηλείασ. (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 9, book 9, chapter 50 2:1)

    (아테나이오스, The Deipnosophists, Book 9, book 9, chapter 50 2:1)

  • ἡ Κύπροσ ἔχει πελείασ διαφόρουσ, ἡ δ’ ἐν Σάμῳ Ἥρα τὸ χρυσοῦν, φασίν, ὀρνίθων γένοσ, τοὺσ καλλιμόρφουσ καὶ περιβλέπτουσ ταὧσ. (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 14, book 14, chapter 70 4:2)

    (아테나이오스, The Deipnosophists, Book 14, book 14, chapter 70 4:2)

  • γείτονεσ δὲ καρδίασ μέριμναι ζωπυροῦσι τάρβοσ τὸν ἀμφιτειχῆ λεών, δράκοντασ ὥσ τισ τέκνων ὑπερδέδοικεν λεχαίων δυσευνάτορασ πάντρομοσ πελειάσ. (Aeschylus, Seven Against Thebes, choral, strophe 12)

    (아이스킬로스, 테바이를 공격한 일곱 장수, choral, strophe 12)

유의어

  1. a prophetic priestess of Dodona

유사 형태

출처: Wiktionary 고전 그리스어 단어 목록

이 단어를 Wiktionary에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION