헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

πέλεια

1군 변화 명사; 여성 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: πέλεια πελείας

형태분석: πελει (어간) + α (어미)

어원: pelo/s

  1. rock pigeon
  2. a prophetic priestess of Dodona (usually in plural)

곡용 정보

1군 변화

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • ἐν δὲ πόδεσσι τίλλε πέλειαν ἔχων, κατὰ δὲ πτερὰ χεῦεν ἔραζε μεσσηγὺσ νηόσ τε καὶ αὐτοῦ Τηλεμάχοιο. (Homer, Odyssey, Book 15 66:2)

    (호메로스, 오디세이아, Book 15 66:2)

  • αὐτὰρ ὁ τοῖσιν ἀριστερὸσ ἤλυθεν ὄρνισ, αἰετὸσ ὑψιπέτησ, ἔχε δὲ τρήρωνα πέλειαν. (Homer, Odyssey, Book 20 38:2)

    (호메로스, 오디세이아, Book 20 38:2)

  • ἠύ̈τε κίρκοσ ὄρεσφιν ἐλαφρότατοσ πετεηνῶν ῥηϊδίωσ οἴμησε μετὰ τρήρωνα πέλειαν, ἣ δέ θ’ ὕπαιθα φοβεῖται, ὃ δ’ ἐγγύθεν ὀξὺ λεληκὼσ ταρφέ’ ἐπαί̈σσει, ἑλέειν τέ ἑ θυμὸσ ἀνώγει· (Homer, Iliad, Book 22 12:6)

    (호메로스, 일리아스, Book 22 12:6)

  • αὐτὰρ ὃ τοξευτῇσι τίθει ἰόεντα σίδηρον, κὰδ δ’ ἐτίθει δέκα μὲν πελέκεασ, δέκα δ’ ἡμιπέλεκκα, ἱστὸν δ’ ἔστησεν νηὸσ κυανοπρῴροιο τηλοῦ ἐπὶ ψαμάθοισ, ἐκ δὲ τρήρωνα πέλειαν λεπτῇ μηρίνθῳ δῆσεν ποδόσ, ἧσ ἄρ’ ἀνώγει τοξεύειν· (Homer, Iliad, Book 23 78:1)

    (호메로스, 일리아스, Book 23 78:1)

  • ὃσ μέν κε βάλῃ τρήρωνα πέλειαν, πάντασ ἀειράμενοσ πελέκεασ οἶκον δὲ φερέσθω· (Homer, Iliad, Book 23 78:2)

    (호메로스, 일리아스, Book 23 78:2)

유의어

  1. a prophetic priestess of Dodona

유사 형태

출처: Wiktionary 고전 그리스어 단어 목록

이 단어를 Wiktionary에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION