- 그-한 사전

헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

πειραστικός?

1/2군 변화 형용사; 로마알파벳 전사: peirastikos 고전 발음: [띠꼬] 신약 발음: [삐라띠꼬]

기본형: πειραστικός πειραστική πειραστικόν

형태분석: πειραστικ (어간) + ος (어미)

어원: πειράζω

  1. tentative

곡용 정보

1/2군 변화
남성 여성 중성
단수주격 πειραστικός

(이)가

πειραστική

(이)가

πειραστικόν

(것)가

속격 πειραστικοῦ

(이)의

πειραστικῆς

(이)의

πειραστικοῦ

(것)의

여격 πειραστικῷ

(이)에게

πειραστικῇ

(이)에게

πειραστικῷ

(것)에게

대격 πειραστικόν

(이)를

πειραστικήν

(이)를

πειραστικόν

(것)를

호격 πειραστικέ

(이)야

πειραστική

(이)야

πειραστικόν

(것)야

쌍수주/대/호 πειραστικώ

(이)들이

πειραστικά

(이)들이

πειραστικώ

(것)들이

속/여 πειραστικοῖν

(이)들의

πειραστικαῖν

(이)들의

πειραστικοῖν

(것)들의

복수주격 πειραστικοί

(이)들이

πειραστικαί

(이)들이

πειραστικά

(것)들이

속격 πειραστικῶν

(이)들의

πειραστικῶν

(이)들의

πειραστικῶν

(것)들의

여격 πειραστικοῖς

(이)들에게

πειραστικαῖς

(이)들에게

πειραστικοῖς

(것)들에게

대격 πειραστικούς

(이)들을

πειραστικάς

(이)들을

πειραστικά

(것)들을

호격 πειραστικοί

(이)들아

πειραστικαί

(이)들아

πειραστικά

(것)들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • ἔστι δὲ ἡ διαλεκτικὴ πειραστικὴ περὶ ὧν ἡ φιλοσοφία γνωριστική, ἡ δὲ σοφιστικὴ φαινομένη, οὖσα δ οὔ. (Aristotle, Metaphysics, Book 4 37:1)

    (아리스토텔레스, 형이상학, Book 4 37:1)

  • καὶ τοῦ μὲν γυμναστικοῦ μαιευτικός τε καὶ πειραστικός, τοῦ δὲ ἀγωνιστικοῦ ἐνδεικτικὸς καὶ ἀνατρεπτικός. (Diogenes Laertius, Lives of Eminent Philosophers, G, PLATWN 48:5)

    (디오게네스 라에르티오스, Lives of Eminent Philosophers, G, PLATWN 48:5)

  • τοῦ δὲ πειραστικοῦ Εὐθύφρων Μένων Ιὤν Χαρμίδης Θεαίτητος: (Diogenes Laertius, Lives of Eminent Philosophers, G, PLATWN 50:2)

    (디오게네스 라에르티오스, Lives of Eminent Philosophers, G, PLATWN 50:2)

  • ὁ διάλογος δ ἐστὶ πειραστικός: (Diogenes Laertius, Lives of Eminent Philosophers, G, PLATWN 57:2)

    (디오게네스 라에르티오스, Lives of Eminent Philosophers, G, PLATWN 57:2)

  • Θεαίτητος ἢ περὶ ἐπιστήμης, πειραστικός: (Diogenes Laertius, Lives of Eminent Philosophers, G, PLATWN 57:7)

    (디오게네스 라에르티오스, Lives of Eminent Philosophers, G, PLATWN 57:7)

  • Χαρμίδης ἢ περὶ σωφροσύνης, πειραστικός: (Diogenes Laertius, Lives of Eminent Philosophers, G, PLATWN 58:6)

    (디오게네스 라에르티오스, Lives of Eminent Philosophers, G, PLATWN 58:6)

  • Μένων ἢ περὶ ἀρετῆς, πειραστικός. (Diogenes Laertius, Lives of Eminent Philosophers, G, PLATWN 58:12)

    (디오게네스 라에르티오스, Lives of Eminent Philosophers, G, PLATWN 58:12)

유의어

  1. tentative

관련어

명사

형용사

동사

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION