헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

πατρῷος

1/2군 변화 형용사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: πατρῷος πατρῷη πατρῷον

형태분석: πατρῳ (어간) + ος (어미)

어원: path/r

  1. 세습의, 조상의
  1. of or from one's father, coming or inherited from him, hereditary, one's fatherland, one's patrimony, hereditary, who protects a parent's rights
  2. of or belonging to one's father, the cause of one's father

곡용 정보

1/2군 변화
남성 여성 중성
단수주격 πατρῷος

세습의 (이)가

πατρῴη

세습의 (이)가

πατρῷον

세습의 (것)가

속격 πατρῴου

세습의 (이)의

πατρῴης

세습의 (이)의

πατρῴου

세습의 (것)의

여격 πατρῴῳ

세습의 (이)에게

πατρῴῃ

세습의 (이)에게

πατρῴῳ

세습의 (것)에게

대격 πατρῷον

세습의 (이)를

πατρῴην

세습의 (이)를

πατρῷον

세습의 (것)를

호격 πατρῷε

세습의 (이)야

πατρῴη

세습의 (이)야

πατρῷον

세습의 (것)야

쌍수주/대/호 πατρῴω

세습의 (이)들이

πατρῴᾱ

세습의 (이)들이

πατρῴω

세습의 (것)들이

속/여 πατρῴοιν

세습의 (이)들의

πατρῴαιν

세습의 (이)들의

πατρῴοιν

세습의 (것)들의

복수주격 πατρῷοι

세습의 (이)들이

πατρῷαι

세습의 (이)들이

πατρῷα

세습의 (것)들이

속격 πατρῴων

세습의 (이)들의

πατρῳῶν

세습의 (이)들의

πατρῴων

세습의 (것)들의

여격 πατρῴοις

세습의 (이)들에게

πατρῴαις

세습의 (이)들에게

πατρῴοις

세습의 (것)들에게

대격 πατρῴους

세습의 (이)들을

πατρῴᾱς

세습의 (이)들을

πατρῷα

세습의 (것)들을

호격 πατρῷοι

세습의 (이)들아

πατρῷαι

세습의 (이)들아

πατρῷα

세습의 (것)들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • καὶ τὰσ μὲν πατρῴουσ τιμὰσ ἐν οὐδενὶ τιθέμενοι, τὰσ δὲ Ἑλληνικὰσ δόξασ καλλίστασ ἡγούμενοι. (Septuagint, Liber Maccabees II 4:15)

    (70인역 성경, Liber Maccabees II 4:15)

  • ἦν δ̓ οὔτε σαββατίζειν οὔτε πατρῴουσ ἑορτὰσ διαφυλάττειν οὔτε ἁπλῶσ Ἰουδαῖον ὁμολογεῖν εἶναι. (Septuagint, Liber Maccabees II 6:6)

    (70인역 성경, Liber Maccabees II 6:6)

  • τῇ δὲ ἐχομένῃ ἦλθον οἱ περὶ τὸν Ἰούδαν καθ̓ ὃν τρόπον τὸ τῆσ χρείασ ἐγεγόνει, τὰ τῶν προπεπτωκότων σώματα ἀνακομίσασθαι καὶ μετὰ τῶν συγγενῶν ἀποκαταστῆσαι εἰσ τοὺσ πατρῴουσ τάφουσ. (Septuagint, Liber Maccabees II 12:39)

    (70인역 성경, Liber Maccabees II 12:39)

  • ἐγὼ δὲ τοὺσ μητρῴουσ μὲν δαίμονασ ἐπιβοώμενον μὰ τὸν Δί’ οὐ σφόδρα ᾐτιώμην ὅτε δὲ καὶ τοὺσ πατρῴουσ ἐπεκαλέσατο, ἀναμνησθεὶσ τῶν περὶ τοῦ φόνου εἰρημένων οὐδὲ κατέχειν ἠδυνάμην τὸν γέλωτα. (Lucian, De morte Peregrini, (no name) 17:2)

    (루키아노스, De morte Peregrini, (no name) 17:2)

  • πρῶτον δέ φασιν Ῥέαν ἡσθεῖσαν τῇ τέχνῃ ἐν Φρυγίᾳ μὲν τοὺσ Κορύβαντασ, ἐν Κρήτῃ δὲ τοὺσ Κουρῆτασ ὀρχεῖσθαι κελεῦσαι, καὶ οὐ τὰ μέτρια ὤνατο τῆσ τέχνησ αὐτῶν, οἵ γε περιορχούμενοι διεσώσαντο αὐτῇ τὸν Δία, ὥστε καὶ σῶστρα εἰκότωσ ἂν ὁ Ζεὺσ ὀφείλειν ὁμολογοίη αὐτοῖσ, ἐκφυγὼν διὰ τὴν ἐκείνων ὄρχησιν τοὺσ πατρῴουσ ὀδόντασ. (Lucian, De saltatione, (no name) 8:1)

    (루키아노스, De saltatione, (no name) 8:1)

유의어

  1. of or belonging to one's father

관련어

유사 형태

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION