헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

πατάσσω

비축약 동사; 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: πατάσσω πατάξω ἐπάταξα πεπάταγμαι ἐπατάχθην

형태분석: πατάσς (어간) + ω (인칭어미)

  1. 두드리다, 때리다, 치다
  2. 공격하다, 때리다
  3. 죽이다, 도살하다
  4. 고생시키다, 괴롭히다
  1. I knock, beat
  2. (with accusative) I strike
  3. I slaughter, kill
  4. I afflict

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 πατάσσω

(나는) 두드린다

πατάσσεις

(너는) 두드린다

πατάσσει

(그는) 두드린다

쌍수 πατάσσετον

(너희 둘은) 두드린다

πατάσσετον

(그 둘은) 두드린다

복수 πατάσσομεν

(우리는) 두드린다

πατάσσετε

(너희는) 두드린다

πατάσσουσιν*

(그들은) 두드린다

접속법단수 πατάσσω

(나는) 두드리자

πατάσσῃς

(너는) 두드리자

πατάσσῃ

(그는) 두드리자

쌍수 πατάσσητον

(너희 둘은) 두드리자

πατάσσητον

(그 둘은) 두드리자

복수 πατάσσωμεν

(우리는) 두드리자

πατάσσητε

(너희는) 두드리자

πατάσσωσιν*

(그들은) 두드리자

기원법단수 πατάσσοιμι

(나는) 두드리기를 (바라다)

πατάσσοις

(너는) 두드리기를 (바라다)

πατάσσοι

(그는) 두드리기를 (바라다)

쌍수 πατάσσοιτον

(너희 둘은) 두드리기를 (바라다)

πατασσοίτην

(그 둘은) 두드리기를 (바라다)

복수 πατάσσοιμεν

(우리는) 두드리기를 (바라다)

πατάσσοιτε

(너희는) 두드리기를 (바라다)

πατάσσοιεν

(그들은) 두드리기를 (바라다)

명령법단수 πάτασσε

(너는) 두드려라

πατασσέτω

(그는) 두드려라

쌍수 πατάσσετον

(너희 둘은) 두드려라

πατασσέτων

(그 둘은) 두드려라

복수 πατάσσετε

(너희는) 두드려라

πατασσόντων, πατασσέτωσαν

(그들은) 두드려라

부정사 πατάσσειν

두드리는 것

분사 남성여성중성
πατασσων

πατασσοντος

πατασσουσα

πατασσουσης

πατασσον

πατασσοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 πατάσσομαι

(나는) 두드려진다

πατάσσει, πατάσσῃ

(너는) 두드려진다

πατάσσεται

(그는) 두드려진다

쌍수 πατάσσεσθον

(너희 둘은) 두드려진다

πατάσσεσθον

(그 둘은) 두드려진다

복수 πατασσόμεθα

(우리는) 두드려진다

πατάσσεσθε

(너희는) 두드려진다

πατάσσονται

(그들은) 두드려진다

접속법단수 πατάσσωμαι

(나는) 두드려지자

πατάσσῃ

(너는) 두드려지자

πατάσσηται

(그는) 두드려지자

쌍수 πατάσσησθον

(너희 둘은) 두드려지자

πατάσσησθον

(그 둘은) 두드려지자

복수 πατασσώμεθα

(우리는) 두드려지자

πατάσσησθε

(너희는) 두드려지자

πατάσσωνται

(그들은) 두드려지자

기원법단수 πατασσοίμην

(나는) 두드려지기를 (바라다)

πατάσσοιο

(너는) 두드려지기를 (바라다)

πατάσσοιτο

(그는) 두드려지기를 (바라다)

쌍수 πατάσσοισθον

(너희 둘은) 두드려지기를 (바라다)

πατασσοίσθην

(그 둘은) 두드려지기를 (바라다)

복수 πατασσοίμεθα

(우리는) 두드려지기를 (바라다)

πατάσσοισθε

(너희는) 두드려지기를 (바라다)

πατάσσοιντο

(그들은) 두드려지기를 (바라다)

명령법단수 πατάσσου

(너는) 두드려져라

πατασσέσθω

(그는) 두드려져라

쌍수 πατάσσεσθον

(너희 둘은) 두드려져라

πατασσέσθων

(그 둘은) 두드려져라

복수 πατάσσεσθε

(너희는) 두드려져라

πατασσέσθων, πατασσέσθωσαν

(그들은) 두드려져라

부정사 πατάσσεσθαι

두드려지는 것

분사 남성여성중성
πατασσομενος

πατασσομενου

πατασσομενη

πατασσομενης

πατασσομενον

πατασσομενου

미래 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 πατάξω

(나는) 두드리겠다

πατάξεις

(너는) 두드리겠다

πατάξει

(그는) 두드리겠다

쌍수 πατάξετον

(너희 둘은) 두드리겠다

πατάξετον

(그 둘은) 두드리겠다

복수 πατάξομεν

(우리는) 두드리겠다

πατάξετε

(너희는) 두드리겠다

πατάξουσιν*

(그들은) 두드리겠다

기원법단수 πατάξοιμι

(나는) 두드리겠기를 (바라다)

πατάξοις

(너는) 두드리겠기를 (바라다)

πατάξοι

(그는) 두드리겠기를 (바라다)

쌍수 πατάξοιτον

(너희 둘은) 두드리겠기를 (바라다)

παταξοίτην

(그 둘은) 두드리겠기를 (바라다)

복수 πατάξοιμεν

(우리는) 두드리겠기를 (바라다)

πατάξοιτε

(너희는) 두드리겠기를 (바라다)

πατάξοιεν

(그들은) 두드리겠기를 (바라다)

부정사 πατάξειν

두드릴 것

분사 남성여성중성
παταξων

παταξοντος

παταξουσα

παταξουσης

παταξον

παταξοντος

중간태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 πατάξομαι

(나는) 두드려지겠다

πατάξει, πατάξῃ

(너는) 두드려지겠다

πατάξεται

(그는) 두드려지겠다

쌍수 πατάξεσθον

(너희 둘은) 두드려지겠다

πατάξεσθον

(그 둘은) 두드려지겠다

복수 παταξόμεθα

(우리는) 두드려지겠다

πατάξεσθε

(너희는) 두드려지겠다

πατάξονται

(그들은) 두드려지겠다

기원법단수 παταξοίμην

(나는) 두드려지겠기를 (바라다)

πατάξοιο

(너는) 두드려지겠기를 (바라다)

πατάξοιτο

(그는) 두드려지겠기를 (바라다)

쌍수 πατάξοισθον

(너희 둘은) 두드려지겠기를 (바라다)

παταξοίσθην

(그 둘은) 두드려지겠기를 (바라다)

복수 παταξοίμεθα

(우리는) 두드려지겠기를 (바라다)

πατάξοισθε

(너희는) 두드려지겠기를 (바라다)

πατάξοιντο

(그들은) 두드려지겠기를 (바라다)

부정사 πατάξεσθαι

두드려질 것

분사 남성여성중성
παταξομενος

παταξομενου

παταξομενη

παταξομενης

παταξομενον

παταξομενου

수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 παταχθήσομαι

(나는) 두드려지겠다

παταχθήσῃ

(너는) 두드려지겠다

παταχθήσεται

(그는) 두드려지겠다

쌍수 παταχθήσεσθον

(너희 둘은) 두드려지겠다

παταχθήσεσθον

(그 둘은) 두드려지겠다

복수 παταχθησόμεθα

(우리는) 두드려지겠다

παταχθήσεσθε

(너희는) 두드려지겠다

παταχθήσονται

(그들은) 두드려지겠다

기원법단수 παταχθησοίμην

(나는) 두드려지겠기를 (바라다)

παταχθήσοιο

(너는) 두드려지겠기를 (바라다)

παταχθήσοιτο

(그는) 두드려지겠기를 (바라다)

쌍수 παταχθήσοισθον

(너희 둘은) 두드려지겠기를 (바라다)

παταχθησοίσθην

(그 둘은) 두드려지겠기를 (바라다)

복수 παταχθησοίμεθα

(우리는) 두드려지겠기를 (바라다)

παταχθήσοισθε

(너희는) 두드려지겠기를 (바라다)

παταχθήσοιντο

(그들은) 두드려지겠기를 (바라다)

부정사 παταχθήσεσθαι

두드려질 것

분사 남성여성중성
παταχθησομενος

παταχθησομενου

παταχθησομενη

παταχθησομενης

παταχθησομενον

παταχθησομενου

미완료(Imperfect) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐπάτασσον

(나는) 두드리고 있었다

ἐπάτασσες

(너는) 두드리고 있었다

ἐπάτασσεν*

(그는) 두드리고 있었다

쌍수 ἐπατάσσετον

(너희 둘은) 두드리고 있었다

ἐπατασσέτην

(그 둘은) 두드리고 있었다

복수 ἐπατάσσομεν

(우리는) 두드리고 있었다

ἐπατάσσετε

(너희는) 두드리고 있었다

ἐπάτασσον

(그들은) 두드리고 있었다

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐπατασσόμην

(나는) 두드려지고 있었다

ἐπατάσσου

(너는) 두드려지고 있었다

ἐπατάσσετο

(그는) 두드려지고 있었다

쌍수 ἐπατάσσεσθον

(너희 둘은) 두드려지고 있었다

ἐπατασσέσθην

(그 둘은) 두드려지고 있었다

복수 ἐπατασσόμεθα

(우리는) 두드려지고 있었다

ἐπατάσσεσθε

(너희는) 두드려지고 있었다

ἐπατάσσοντο

(그들은) 두드려지고 있었다

단순 과거(Aorist) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐπάταξα

(나는) 두드렸다

ἐπάταξας

(너는) 두드렸다

ἐπάταξεν*

(그는) 두드렸다

쌍수 ἐπατάξατον

(너희 둘은) 두드렸다

ἐπαταξάτην

(그 둘은) 두드렸다

복수 ἐπατάξαμεν

(우리는) 두드렸다

ἐπατάξατε

(너희는) 두드렸다

ἐπάταξαν

(그들은) 두드렸다

접속법단수 πατάξω

(나는) 두드렸자

πατάξῃς

(너는) 두드렸자

πατάξῃ

(그는) 두드렸자

쌍수 πατάξητον

(너희 둘은) 두드렸자

πατάξητον

(그 둘은) 두드렸자

복수 πατάξωμεν

(우리는) 두드렸자

πατάξητε

(너희는) 두드렸자

πατάξωσιν*

(그들은) 두드렸자

기원법단수 πατάξαιμι

(나는) 두드렸기를 (바라다)

πατάξαις

(너는) 두드렸기를 (바라다)

πατάξαι

(그는) 두드렸기를 (바라다)

쌍수 πατάξαιτον

(너희 둘은) 두드렸기를 (바라다)

παταξαίτην

(그 둘은) 두드렸기를 (바라다)

복수 πατάξαιμεν

(우리는) 두드렸기를 (바라다)

πατάξαιτε

(너희는) 두드렸기를 (바라다)

πατάξαιεν

(그들은) 두드렸기를 (바라다)

명령법단수 πάταξον

(너는) 두드렸어라

παταξάτω

(그는) 두드렸어라

쌍수 πατάξατον

(너희 둘은) 두드렸어라

παταξάτων

(그 둘은) 두드렸어라

복수 πατάξατε

(너희는) 두드렸어라

παταξάντων

(그들은) 두드렸어라

부정사 πατάξαι

두드렸는 것

분사 남성여성중성
παταξᾱς

παταξαντος

παταξᾱσα

παταξᾱσης

παταξαν

παταξαντος

중간태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐπαταξάμην

(나는) 두드려졌다

ἐπατάξω

(너는) 두드려졌다

ἐπατάξατο

(그는) 두드려졌다

쌍수 ἐπατάξασθον

(너희 둘은) 두드려졌다

ἐπαταξάσθην

(그 둘은) 두드려졌다

복수 ἐπαταξάμεθα

(우리는) 두드려졌다

ἐπατάξασθε

(너희는) 두드려졌다

ἐπατάξαντο

(그들은) 두드려졌다

접속법단수 πατάξωμαι

(나는) 두드려졌자

πατάξῃ

(너는) 두드려졌자

πατάξηται

(그는) 두드려졌자

쌍수 πατάξησθον

(너희 둘은) 두드려졌자

πατάξησθον

(그 둘은) 두드려졌자

복수 παταξώμεθα

(우리는) 두드려졌자

πατάξησθε

(너희는) 두드려졌자

πατάξωνται

(그들은) 두드려졌자

기원법단수 παταξαίμην

(나는) 두드려졌기를 (바라다)

πατάξαιο

(너는) 두드려졌기를 (바라다)

πατάξαιτο

(그는) 두드려졌기를 (바라다)

쌍수 πατάξαισθον

(너희 둘은) 두드려졌기를 (바라다)

παταξαίσθην

(그 둘은) 두드려졌기를 (바라다)

복수 παταξαίμεθα

(우리는) 두드려졌기를 (바라다)

πατάξαισθε

(너희는) 두드려졌기를 (바라다)

πατάξαιντο

(그들은) 두드려졌기를 (바라다)

명령법단수 πάταξαι

(너는) 두드려졌어라

παταξάσθω

(그는) 두드려졌어라

쌍수 πατάξασθον

(너희 둘은) 두드려졌어라

παταξάσθων

(그 둘은) 두드려졌어라

복수 πατάξασθε

(너희는) 두드려졌어라

παταξάσθων

(그들은) 두드려졌어라

부정사 πατάξεσθαι

두드려졌는 것

분사 남성여성중성
παταξαμενος

παταξαμενου

παταξαμενη

παταξαμενης

παταξαμενον

παταξαμενου

수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐπατάχθην

(나는) 두드려졌다

ἐπατάχθης

(너는) 두드려졌다

ἐπατάχθη

(그는) 두드려졌다

쌍수 ἐπατάχθητον

(너희 둘은) 두드려졌다

ἐπαταχθήτην

(그 둘은) 두드려졌다

복수 ἐπατάχθημεν

(우리는) 두드려졌다

ἐπατάχθητε

(너희는) 두드려졌다

ἐπατάχθησαν

(그들은) 두드려졌다

접속법단수 πατάχθω

(나는) 두드려졌자

πατάχθῃς

(너는) 두드려졌자

πατάχθῃ

(그는) 두드려졌자

쌍수 πατάχθητον

(너희 둘은) 두드려졌자

πατάχθητον

(그 둘은) 두드려졌자

복수 πατάχθωμεν

(우리는) 두드려졌자

πατάχθητε

(너희는) 두드려졌자

πατάχθωσιν*

(그들은) 두드려졌자

기원법단수 παταχθείην

(나는) 두드려졌기를 (바라다)

παταχθείης

(너는) 두드려졌기를 (바라다)

παταχθείη

(그는) 두드려졌기를 (바라다)

쌍수 παταχθείητον

(너희 둘은) 두드려졌기를 (바라다)

παταχθειήτην

(그 둘은) 두드려졌기를 (바라다)

복수 παταχθείημεν

(우리는) 두드려졌기를 (바라다)

παταχθείητε

(너희는) 두드려졌기를 (바라다)

παταχθείησαν

(그들은) 두드려졌기를 (바라다)

명령법단수 πατάχθητι

(너는) 두드려졌어라

παταχθήτω

(그는) 두드려졌어라

쌍수 πατάχθητον

(너희 둘은) 두드려졌어라

παταχθήτων

(그 둘은) 두드려졌어라

복수 πατάχθητε

(너희는) 두드려졌어라

παταχθέντων

(그들은) 두드려졌어라

부정사 παταχθῆναι

두드려졌는 것

분사 남성여성중성
παταχθεις

παταχθεντος

παταχθεισα

παταχθεισης

παταχθεν

παταχθεντος

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • "τὸ δὲ οἴμοι τῶν κακῶν πολλάκισ, καὶ ὁ μηρὸσ πατασσέσθω, καὶ λαρύγγιζε καὶ ἐπιχρέμπτου τοῖσ λεγομένοισ καὶ βάδιζε μεταφέρων τὴν πυγήν. (Lucian, Rhetorum praeceptor, (no name) 13:37)

    (루키아노스, Rhetorum praeceptor, (no name) 13:37)

유의어

  1. 두드리다

  2. 공격하다

  3. 죽이다

  4. 고생시키다

파생어

유사 형태

출처: Wiktionary 고전 그리스어 단어 목록

이 단어를 Wiktionary에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION