헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

παραστρέφω

비축약 동사; 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: παραστρέφω παραστρέψω

형태분석: παρα (접두사) + στρέφ (어간) + ω (인칭어미)

  1. to turn aside, perverted
  2. to wear it crooked

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 παραστρέφω

παραστρέφεις

παραστρέφει

쌍수 παραστρέφετον

παραστρέφετον

복수 παραστρέφομεν

παραστρέφετε

παραστρέφουσιν*

접속법단수 παραστρέφω

παραστρέφῃς

παραστρέφῃ

쌍수 παραστρέφητον

παραστρέφητον

복수 παραστρέφωμεν

παραστρέφητε

παραστρέφωσιν*

기원법단수 παραστρέφοιμι

παραστρέφοις

παραστρέφοι

쌍수 παραστρέφοιτον

παραστρεφοίτην

복수 παραστρέφοιμεν

παραστρέφοιτε

παραστρέφοιεν

명령법단수 παραστρέφε

παραστρεφέτω

쌍수 παραστρέφετον

παραστρεφέτων

복수 παραστρέφετε

παραστρεφόντων, παραστρεφέτωσαν

부정사 παραστρέφειν

분사 남성여성중성
παραστρεφων

παραστρεφοντος

παραστρεφουσα

παραστρεφουσης

παραστρεφον

παραστρεφοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 παραστρέφομαι

παραστρέφει, παραστρέφῃ

παραστρέφεται

쌍수 παραστρέφεσθον

παραστρέφεσθον

복수 παραστρεφόμεθα

παραστρέφεσθε

παραστρέφονται

접속법단수 παραστρέφωμαι

παραστρέφῃ

παραστρέφηται

쌍수 παραστρέφησθον

παραστρέφησθον

복수 παραστρεφώμεθα

παραστρέφησθε

παραστρέφωνται

기원법단수 παραστρεφοίμην

παραστρέφοιο

παραστρέφοιτο

쌍수 παραστρέφοισθον

παραστρεφοίσθην

복수 παραστρεφοίμεθα

παραστρέφοισθε

παραστρέφοιντο

명령법단수 παραστρέφου

παραστρεφέσθω

쌍수 παραστρέφεσθον

παραστρεφέσθων

복수 παραστρέφεσθε

παραστρεφέσθων, παραστρεφέσθωσαν

부정사 παραστρέφεσθαι

분사 남성여성중성
παραστρεφομενος

παραστρεφομενου

παραστρεφομενη

παραστρεφομενης

παραστρεφομενον

παραστρεφομενου

미래 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 παραστρέψω

παραστρέψεις

παραστρέψει

쌍수 παραστρέψετον

παραστρέψετον

복수 παραστρέψομεν

παραστρέψετε

παραστρέψουσιν*

기원법단수 παραστρέψοιμι

παραστρέψοις

παραστρέψοι

쌍수 παραστρέψοιτον

παραστρεψοίτην

복수 παραστρέψοιμεν

παραστρέψοιτε

παραστρέψοιεν

부정사 παραστρέψειν

분사 남성여성중성
παραστρεψων

παραστρεψοντος

παραστρεψουσα

παραστρεψουσης

παραστρεψον

παραστρεψοντος

중간태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 παραστρέψομαι

παραστρέψει, παραστρέψῃ

παραστρέψεται

쌍수 παραστρέψεσθον

παραστρέψεσθον

복수 παραστρεψόμεθα

παραστρέψεσθε

παραστρέψονται

기원법단수 παραστρεψοίμην

παραστρέψοιο

παραστρέψοιτο

쌍수 παραστρέψοισθον

παραστρεψοίσθην

복수 παραστρεψοίμεθα

παραστρέψοισθε

παραστρέψοιντο

부정사 παραστρέψεσθαι

분사 남성여성중성
παραστρεψομενος

παραστρεψομενου

παραστρεψομενη

παραστρεψομενης

παραστρεψομενον

παραστρεψομενου

미완료(Imperfect) 시제

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

유의어

  1. to turn aside

  2. to wear it crooked

파생어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION