Ancient Greek-English Dictionary Language

παράκοπος

First/Second declension Adjective; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: παράκοπος παράκοπον

Structure: παρακοπ (Stem) + ος (Ending)

Etym.: parako/ptw II

Sense

  1. frenzied, frantic

Examples

  • "ταῦτα μέντοι καὶ πολλὰ τούτων ἕτερα τραγικώτερα τοῖσ Ἐμπεδοκλέουσ ἐοικότα τεράσμασιν, ὧν καταγελῶσιν, εἱλίποδ’ ἀκριτόχειρα καὶ βουγενῆ ἀνδρόπρωρα , καὶ τίνα γὰρ οὐκ ὄψιν ἢ φύσιν ἔκφυλον εἰσ ταὐτὸ συνενεγκόντεσ ἐκ τῶν ἐνυπνίων καὶ τῶν παρακοπῶν οὐδὲν εἶναί φασι παρόραμα τούτων οὐδὲ ψεῦδοσ οὐδ’ ἀσύστατον, ἀλλὰ φαντασίασ ἀληθεῖσ ἁπάσασ καὶ σώματα καὶ μορφὰσ ἐκ τοῦ περιέχοντοσ ἀφικνουμένασ. (Plutarch, Adversus Colotem, section 28 1:2)

Synonyms

  1. frenzied

Related

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION