Ancient Greek-English Dictionary Language

παράκοπος

First/Second declension Adjective; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: παράκοπος παράκοπον

Structure: παρακοπ (Stem) + ος (Ending)

Etym.: parako/ptw II

Sense

  1. frenzied, frantic

Examples

  • ἐπὶ δὲ τῷ τεθυμένῳ τόδε μέλοσ, παρακοπά, παραφορὰ φρενοδαλήσ, ὕμνοσ ἐξ Ἐρινύων, δέσμιοσ φρενῶν, ἀφόρ‐ μικτοσ, αὐονὰ βροτοῖσ. (Aeschylus, Eumenides, choral, ephymn 11)
  • ἐπὶ δὲ τῷ τεθυμένῳ τόδε μέλοσ, παρακοπά, παραφορὰ φρενοδαλήσ, ὕμνοσ ἐξ Ἐρινύων, δέσμιοσ φρενῶν, ἀφόρ‐ μικτοσ, αὐονὰ βροτοῖσ. (Aeschylus, Eumenides, choral, ephymn 11)
  • βροτοὺσ θρασύνει γὰρ αἰσχρόμητισ τάλαινα παρακοπὰ πρωτοπήμων. (Aeschylus, Agamemnon, choral, strophe 5 1:2)

Synonyms

  1. frenzied

Related

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION