헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

πανώλεθρος

1/2군 변화 형용사; 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: πανώλεθρος πανώλεθρον

형태분석: πανωλεθρ (어간) + ος (어미)

어원: o)/leqros

  1. utterly ruined, utterly destroyed
  2. utterly abandoned
  3. all destructive, all-ruinous

곡용 정보

1/2군 변화
남/여성 중성
단수주격 πανώλεθρος

(이)가

πανώλεθρον

(것)가

속격 πανωλέθρου

(이)의

πανωλέθρου

(것)의

여격 πανωλέθρῳ

(이)에게

πανωλέθρῳ

(것)에게

대격 πανώλεθρον

(이)를

πανώλεθρον

(것)를

호격 πανώλεθρε

(이)야

πανώλεθρον

(것)야

쌍수주/대/호 πανωλέθρω

(이)들이

πανωλέθρω

(것)들이

속/여 πανωλέθροιν

(이)들의

πανωλέθροιν

(것)들의

복수주격 πανώλεθροι

(이)들이

πανώλεθρα

(것)들이

속격 πανωλέθρων

(이)들의

πανωλέθρων

(것)들의

여격 πανωλέθροις

(이)들에게

πανωλέθροις

(것)들에게

대격 πανωλέθρους

(이)들을

πανώλεθρα

(것)들을

호격 πανώλεθροι

(이)들아

πανώλεθρα

(것)들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • ὦ μῶρε μῶρε μὴ θεῶν κίνει φρένασ δεινάσ, ὅπωσ μή σου γένοσ πανώλεθρον Διὸσ μακέλλῃ πᾶν ἀναστρέψῃ Δίκη, λιγνὺσ δὲ σῶμα καὶ δόμων περιπτυχὰσ καταιθαλώσῃ σου Λικυμνίαισ βολαῖσ. (Aristophanes, Birds, Lyric-Scene, strophe 1 2:14)

    (아리스토파네스, Birds, Lyric-Scene, strophe 1 2:14)

  • ὦ Ζεῦ τε καὶ Γῆ καὶ πολισσοῦχοι θεοί, Ἀρά τ’ Ἐρινὺσ πατρὸσ ἡ μεγασθενήσ, μή μοι πόλιν γε πρυμνόθεν πανώλεθρον ἐκθαμνίσητε δῃάλωτον, Ἑλλάδοσ φθόγγον χέουσαν, καὶ δόμουσ ἐφεστίουσ· (Aeschylus, Seven Against Thebes, episode 4:14)

    (아이스킬로스, 테바이를 공격한 일곱 장수, episode 4:14)

  • δεῖ τοι βαθείασ φροντίδοσ σωτηρίου, δίκην κολυμβητῆροσ, ἐσ βυθὸν μολεῖν δεδορκὸσ ὄμμα, μηδ’ ἄγαν ᾠνωμένον, ὅπωσ ἄνατα ταῦτα πρῶτα μὲν πόλει, αὐτοῖσί θ’ ἡμῖν ἐκτελευτήσει καλῶσ, καὶ μήτε δῆρισ ῥυσίων ἐφάψεται μήτ’ ἐν θεῶν ἕδραισιν ὧδ’ ἱδρυμένασ ἐκδόντεσ ὑμᾶσ τὸν πανώλεθρον θεὸν βαρὺν ξύνοικον θησόμεσθ’ ἀλάστορα, ὃσ οὐδ’ ἐν Αἵδου τὸν θανόντ’ ἐλευθεροῖ. (Aeschylus, Suppliant Women, choral, antistrophe 3 1:1)

    (아이스킬로스, 탄원하는 여인들, choral, antistrophe 3 1:1)

  • ἐπεὶ δὲ πολλῶν αἱμάτων ἐπήκρισε τλήμων Ὀρέστησ, τοῦθ’ ὅμωσ αἱρούμεθα, ὀφθαλμὸν οἴκων μὴ πανώλεθρον πεσεῖν. (Aeschylus, Libation Bearers, episode, anapests 3:31)

    (아이스킬로스, Libation Bearers, episode, anapests 3:31)

  • ὀφλὼν γὰρ ἁρπαγῆσ τε καὶ κλοπῆσ δίκην τοῦ ῥυσίου θ’ ἥμαρτε καὶ πανώλεθρον αὐτόχθονον πατρῷον ἔθρισεν δόμον. (Aeschylus, Agamemnon, episode17)

    (아이스킬로스, 아가멤논, episode17)

유의어

  1. utterly ruined

  2. utterly abandoned

  3. all destructive

관련어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION