- 그-한 사전

헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

ὄλεθρος?

2군 변화 명사; 남성 자동번역 로마알파벳 전사: olethros 고전 발음: [올레] 신약 발음: [올래]

기본형: ὄλεθρος

어원: ὄλλυμι

  1. 죽음, 파괴, 파멸, 폐허, 사망, 손실, 황폐
  2. 저주, 악담, 전염병, 역병, 해충, 유해물
  1. ruin, destruction, death, of death, ruin seize thee!, loss
  2. pestis, that which causes destruction, a pest, plague, curse

예문

  • τοιγαροῦν κἀγὼ τῇ ὑμετέρᾳ ἀπωλείᾳ ἐπιγελάσομαι, καταχαροῦμαι δὲ ἡνίκα ἔρχηται ὑμῖν ὄλεθρος, (Septuagint, Liber Proverbiorum 1:26)

    (70인역 성경, 잠언 1:26)

  • καὶ ὡς ἂν ἀφίκηται ὑμῖν ἄφνω θόρυβος, ἡ δὲ καταστροφὴ ὁμοίως καταιγίδι παρῇ, καὶ ὅταν ἔρχηται ὑμῖν θλῖψις καὶ πολιορκία ἢ ὅταν ἔρχηται ὑμῖν ὄλεθρος. (Septuagint, Liber Proverbiorum 1:27)

    (70인역 성경, 잠언 1:27)

  • ὄλεθρος ἀσεβέσιν ἐπιξενωθήσεται, οὐ γὰρ βούλονται πράσσειν τὰ δίκαια. (Septuagint, Liber Proverbiorum 21:6)

    (70인역 성경, 잠언 21:6)

  • διὰ τοῦτο ἰδοὺ πορεύσονται ἐκ ταλαιπωρίας Αἰγύπτου, καὶ ἐκδέξεται αὐτοὺς Μέμφις, καὶ θάψει αὐτοὺς Μαχμάς. τὸ ἀργύριον αὐτῶν ὄλεθρος κληρονομήσει αὐτό, ἄκανθαι ἐν τοῖς σκηνώμασιν αὐτῶν. (Septuagint, Prophetia Osee 9:6)

    (70인역 성경, 호세아서 9:6)

  • ὅτι φωνὴ κεκραγότων ἐξ Ὠρωναίμ, ὄλεθρος καὶ σύντριμμα μέγα. (Septuagint, Liber Ieremiae 31:3)

    (70인역 성경, 예레미야서 31:3)

관련어

명사

형용사

동사

부사

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION