Ancient Greek-English Dictionary Language

παλίντροπος

First/Second declension Adjective; Transliteration:

Principal Part: παλίντροπος παλίντροπον

Structure: παλιντροπ (Stem) + ος (Ending)

Sense

  1. turned back, averted
  2. turning back

Examples

  • ἀλλὰ καὶ ταύτησ αὐτὸν ἀπέκρουσε τῆσ ὁδοῦ δέοσ βασάνων καὶ πολλὰ ταραχώδη καὶ παλίντροπα βουλεύματα τῆσ γνώμησ μεταλαμβάνων παρέδωκε τοῖσ οἰκέταισ ἑαυτὸν εἷσ Καιήτην κατὰ πλοῦν κομίζειν, ἔχων ἐκεῖ χωρία καὶ καταφυγὴν ὡρ́ᾳ θέρουσ φιλάνθρωπον, ὅταν ἥδιστον οἱ ἐτησίαι καταπνέωσιν. (Plutarch, Cicero, chapter 47 4:3)

Synonyms

  1. turned back

  2. turning back

Related

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION