- 그-한 사전

헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

παλάμη?

1군 변화 명사; 여성 자동번역 로마알파벳 전사: palamē 고전 발음: [빨라메:] 신약 발음: [빨라메]

기본형: παλάμη παλάμης

형태분석: παλαμ (어간) + η (어미)

  1. 손바닥, 손, 바늘
  2. 교묘, 잔꾀, 기기
  3. 예술품
  1. palm, hand
  2. device, cunning
  3. handiwork, work of art

곡용 정보

1군 변화
단수 쌍수 복수
주격 παλάμη

손바닥이

παλάμα

손바닥들이

παλάμαι

손바닥들이

속격 παλάμης

손바닥의

παλάμαιν

손바닥들의

παλαμῶν

손바닥들의

여격 παλάμῃ

손바닥에게

παλάμαιν

손바닥들에게

παλάμαις

손바닥들에게

대격 παλάμην

손바닥을

παλάμα

손바닥들을

παλάμας

손바닥들을

호격 παλάμη

손바닥아

παλάμα

손바닥들아

παλάμαι

손바닥들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • τὼς γάρ μιν παλάμαις τεῦξεν κλυτὸς Ἀμφιγυήεις χρύσεον: (Hesiod, Shield of Heracles, Book Sh. 24:2)

    (헤시오도스, 헤라클레스의 방패, Book Sh. 24:2)

  • Μῆτις δ αὖτε Ζηνὸς ὑπὸ σπλάγχνοις λελαθυῖα ἧστο, Ἀθηναίης μήτηρ, τέκταινα δικαίων πλεῖστα θεῶν τε ἰδυῖα καταθνητῶν τ ἀνθρώπων, ἔνθα θεὰ παρέδεκτο ὅθεν παλάμαις περὶ πάντων ἀθανάτων ἐκέκασθ οἳ Ὀλύμπια δώματ ἔχουσιν, αἰγίδα ποιήσασα φοβέστρατον ἔντος Ἀθήνης: (Hesiod, Theogony, Book Th. 92:8)

    (헤시오도스, 신들의 계보, Book Th. 92:8)

  • βάτεαι βαθυμιτροκακὰ παθῶν ὀλόμεναι παλάμαις. (Aeschylus, Suppliant Women, choral, antistrophe 1 1:2)

    (아이스킬로스, 탄원하는 여인들, choral, antistrophe 1 1:2)

  • μῆτίν τε γαρύων παλαιγόνων πόλεμόν τ ἐν ἡρωΐαις ἀρεταῖσιν οὐ ψεύσομ ἀμφὶ Κορίνθῳ, Σίσυφον μὲν πυκνότατον παλάμαις ὡς θεόν, καὶ τὰν πατρὸς ἀντία Μήδειαν θεμέναν γάμον αὐτᾷ, ναῒ σώτειραν Ἀργοῖ καὶ προπόλοις. (Pindar, Odes, olympian odes, olympian 13 14:1)

    (핀다르, Odes, olympian odes, olympian 13 14:1)

  • ἦ κεν ἀμνάσειεν, οἱαίς ἐν πολέμοισι μάχαις τλάμονι ψυχᾷ παρέμειν, ἁνίχ εὑρίσκοντο θεῶν παλάμαις τιμάν, οἱάν οὔτις Ἑλλάνων δρέπει, πλούτου στεφάνωμ ἀγέρωχον. (Pindar, Odes, pythian odes, pythian 1 17:1)

    (핀다르, Odes, pythian odes, pythian 1 17:1)

유의어

  1. 손바닥

  2. 예술품

유사 형태

출처: Wiktionary 고전 그리스어 단어 목록

이 단어를 Wiktionary에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION