Ancient Greek-English Dictionary Language

παγγέλοιος

First/Second declension Adjective; Transliteration:

Principal Part: παγγέλοιος παγγέλοιον

Structure: παγγελοι (Stem) + ος (Ending)

Etym.: pa=s

Sense

  1. quite ridiculous

Examples

  • παγγέλοια ταῦτα, ὦ Ἑρμῆ. (Lucian, Contemplantes, (no name) 16:9)
  • ἐπεί τοι καὶ παγγέλοια ἄν, ὦ Ἑρμῆ, ἔπασχον, οὐκ ὀλίγα πράγματα ἔχων, εἰ ἔδει μὴ κατάγειν μόνον αὐτούσ, ἀλλὰ καὶ αὖθισ ἀνάγειν πιομένουσ. (Lucian, Contemplantes, (no name) 22:11)
  • εἶδον, ὦ Σόλων, οὓσ φὴσ τοὺσ τραγῳδοὺσ καὶ κωμῳδούσ, εἴ γε ἐκεῖνοὶ εἰσιν, ὑποδήματα μὲν βαρέα καὶ ὑψηλὰ ὑποδεδεμένοι, χρυσαῖσ δὲ ταινίαισ τὴν ἐσθῆτα πεποικιλμένοι, κράνη δὲ ἐπικείμενοι παγγέλοια κεχηνότα παμμέγεθεσ· (Lucian, Anacharsis, (no name) 23:1)
  • ἐοίκασ γάρ τινα ἑωρακέναι παγγέλοια. (Lucian, Dialogi mortuorum, 2:7)

Synonyms

  1. quite ridiculous

Related

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION