- Greek-English Dictionary

Ancient Greek-English Dictionary Language

ἀκωμῴδητος?

First/Second declension Adjective; Transliteration: akōmōidētos

Principal Part: ἀκωμῴδητος ἀκωμῴδητη ἀκωμῴδητον

Structure: (Prefix) + κωμῳδητ (Stem) + ος (Ending)

Etym.: 부정 접두사 α, κωμῳδέω

Sense

  1. not ridiculed

Examples

  • οὐ γὰρ μόνον τὸ ξένον τῆς ὑποθέσεως οὐδὲ τὸ χαρίεν τῆς προαιρέσεως ἐπαγωγὸν ἔσται αὐτοῖς οὐδ ὅτι ψεύσματα ποικίλα πιθανῶς τε καὶ ἐναλήθως ἐξενηνόχαμεν, ἀλλ ὅτι καὶ τῶν ἱστορουμένων ἕκαστον οὐκ ἀκωμῳδήτως ᾔνικται πρός τινας τῶν παλαιῶν ποιητῶν τε καὶ συγγραφέων καὶ φιλοσόφων πολλὰ τεράστια καὶ μυθώδη συγγεγραφότων οὓς καὶ ὀνομαστὶ ἂν ἔγραφον, εἰ μὴ καὶ αὐτῷ σοι ἐκ τῆς ἀναγνώσεως φανεῖσθαι ἔμελλον ^: (Lucian, Verae Historiae, book 1 2:2)

Synonyms

  1. not ridiculed

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION