οἰκίζω
비축약 동사;
자동번역
로마알파벳 전사:
고전 발음: []
신약 발음: []
기본형:
οἰκίζω
형태분석:
οἰκίζ
(어간)
+
ω
(인칭어미)
뜻
- 제거하다, 치우다, 빼앗다, 빼다, 분리하다
- to found as a colony or new settlement
- to people, colonise, we shall make ourselves
- to remove, transplant, brought, to settle
활용 정보
위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.
현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.
- ἅπερ οἱ παλαιοὶ ἰδόντεσ μάλιστα μαντηίῃσιν ἐχρέοντο καὶ οὐ πάρεργον αὐτὴν ἐποιέοντο, ἀλλ’ οὔτε πόλιασ ᾤκιζον οὔτε τείχεα περιεβάλλοντο οὔτε φόνουσ ἐργάζοντο οὔτε γυναῖκασ ἐγάμεον, πρὶν ἂν δὴ πάντα μάντεων ἀκοῦσαι ἕκαστα. (Lucian, De astrologia, (no name) 23:1)
(루키아노스, De astrologia, (no name) 23:1)
- "Τῶν δὲ πολεμίῳν ὅτε κρατήσαιεν, οὐδὲ τούτων ἅπασαν τὴν γῆν ἀφηροῦντο, ἀλλὰ ἐμερίζοντο καὶ ἐσ τὸ μέροσ ᾤκιζον τοὺσ ἐστρατευμένουσ, φύλακασ εἶναι τῶν πεπολεμηκότων· (Appian, The Civil Wars, book 2, chapter 19 5:8)
(아피아노스, The Civil Wars, book 2, chapter 19 5:8)
- ταῦτα εἰδότεσ ἄνθρωποι καὶ μεγάλην ὑπὲρ μεγάλων ὀφείλοντεσ χάριν, ὡσ χρόνῳ ὕστερον ἀθροίζοντεσ ἀλλήλουσ πόλεισ ᾤκιζον, τὰσ ἀκροπόλεισ ἐξεῖλον Διὶ, πρόσ τε τὸ τοῦ παντὸσ παράδειγμα βλέποντεσ, ὅτι ἦν αὐτὸσ τῶν ἄκρων τοῦ παντὸσ οἰκήτωρ, καὶ ἅμα τῶν ἐπικαιροτάτων ἑκόντεσ ἐξιστάμενοι, ὡσ μόνῳ τυράννων ἄρχειν εἰδότι. (Aristides, Aelius, Orationes, 5:7)
(아리스티데스, 아일리오스, 연설, 5:7)
- καὶ διαλαβόντεσ ᾤκιζον τὴν γῆν, ἐκτείνοντεσ ὥσπερ ἄλλο τι μέτρον τὸ τῆσ Ἑλλάδοσ, ἑώσ ἐξεπλήρωσαν ἅπαν τὸ δεχόμενον. (Aristides, Aelius, Orationes, 23:8)
(아리스티데스, 아일리오스, 연설, 23:8)
- ἔτι δὲ οἱ μὲν ἐν πολέμοισ τε καὶ ταραχαῖσ, καὶ οὔτε αὐτοὶ πάνυ τι τὴν ἡσυχίαν ἄγειν δυνάμενοι τῆσ τε ἄλλησ Ἑλλάδοσ πάσησ ἄνω καὶ κάτω φερομένησ, πλέοντεσ ὁμοῦ καὶ στρατευόμενοι ᾤκιζον τὴν πόλιν, ὥσπερ τινὲσ φρούριον ἢ στρατόπεδον ἐκτειχίζοντεσ ἐπὶ στρατείασ. (Aristides, Aelius, Orationes, 15:11)
(아리스티데스, 아일리오스, 연설, 15:11)
파생어
- ἀνοικίζω (이주하다, 이민하다)
- ἀποικίζω (이주하다, 이민하다)
- διοικίζω (to cause to live apart)
- εἰσοικίζω (개척하다, 정착하다)
- ἐνοικίζω (개척하다, 정착하다)
- ἐξοικίζω (제거하다, 추방하다, 쫓아내다)
- κατοικίζω (심다, 뿌리다, ~에 접촉해 있다)
- μετοικίζω (to lead settlers to another abode)
- παρακατοικίζω (만들다, 하다, 제작하다)
- παροικίζω (to place near, to settle near, dwell among)
- συνοικίζω (주다, 연회를 베풀다, 혼을 불어넣다)