- 그-한 사전

헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

ὀβολός?

2군 변화 명사; 남성 자동번역 로마알파벳 전사: obolos 고전 발음: [오볼로] 신약 발음: [오볼로]

기본형: ὀβολός ὀβολοῦ

형태분석: ὀβολ (어간) + ος (어미)

  1. 오볼로스
  1. obol, obolus, used at Athens as both a weight and a coin, equaling one sixth of a drachma, a Corcyrean coin

곡용 정보

2군 변화
단수 쌍수 복수
주격 ὀβολός

오볼로스가

ὀβολώ

오볼로스들이

ὀβολοί

오볼로스들이

속격 ὀβολοῦ

오볼로스의

ὀβολοῖν

오볼로스들의

ὀβολῶν

오볼로스들의

여격 ὀβολῷ

오볼로스에게

ὀβολοῖν

오볼로스들에게

ὀβολοῖς

오볼로스들에게

대격 ὀβολόν

오볼로스를

ὀβολώ

오볼로스들을

ὀβολούς

오볼로스들을

호격 ὀβολέ

오볼로스야

ὀβολώ

오볼로스들아

ὀβολοί

오볼로스들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • καὶ τοῦτό ἐστιν ὃ δώσουσιν ὅσοι ἂν παραπορεύωνται τὴν ἐπίσκεψιν. τὸ ἥμισυ τοῦ διδράχμου, ὅ ἐστιν κατὰ τὸ δίδραχμον τὸ ἅγιον. εἴκοσιν ὀβολοὶ τὸ δίδραχμον, τὸ δὲ ἥμισυ τοῦ διδράχμου εἰσφορὰ Κυρίῳ. (Septuagint, Liber Exodus 30:13)

    (70인역 성경, 탈출기 30:13)

  • καὶ πᾶσα τιμὴ ἔσται σταθμίοις ἁγίοις. εἴκοσιν ὀβολοὶ ἔσται τὸ δίδραχμον. (Septuagint, Liber Leviticus 27:25)

    (70인역 성경, 레위기 27:25)

  • καὶ λήψῃ πέντε σίκλους κατὰ κεφαλήν, κατὰ τὸ δίδραχμον τὸ ἅγιον λήψῃ, εἴκοσιν ὀβολοὺς τοῦ σίκλου, (Septuagint, Liber Numeri 3:47)

    (70인역 성경, 민수기 3:47)

  • καὶ ἡ λύτρωσις αὐτοῦ ἀπὸ μηνιαίου. ἡ συντίμησις πέντε σίκλων, κατὰ τὸν σίκλον τὸν ἅγιον, εἴκοσιν ὀβολοί εἰσι. (Septuagint, Liber Numeri 18:16)

    (70인역 성경, 민수기 18:16)

  • καὶ ἔσται ὁ περισσεύων ἐν οἴκῳ σου ἥξει προσκυνεῖν αὐτῷ ὀβολοῦ ἀργυρίου λέγων. παράρριψόν με ἐπὶ μίαν τῶν ἱερατειῶν σου φαγεῖν ἄρτον. (Septuagint, Liber I Samuelis 2:36)

    (70인역 성경, 사무엘기 상권 2:36)

  • α τοῦ πιστοῦ ὅλος ὁ κόσμος τῶν χρημάτων, τοῦ δὲ ἀπίστου οὐδὲ ὀβολός. (Septuagint, Liber Proverbiorum 17:7)

    (70인역 성경, 잠언 17:7)

  • ταῦτα οὕτως ἰσχυρῶς περιελήλυθε τοὺς πολλοὺς ὥστε ἐπειδάν τις ἀποθάνῃ τῶν οἰκείων, πρῶτα μὲν φέροντες ὀβολὸν εἰς τὸ στόμα κατέθηκαν αὐτῷ, μισθὸν τῷ πορθμεῖ τῆς ναυτιλίας γενησόμενον, οὐ πρότερον ἐξετάσαντες ὁποῖον τὸ νόμισμα νομίζεται καὶ διαχωρεῖ παρὰ τοῖς κάτω, καὶ εἰ δύναται παρ ἐκείνοις Ἀττικὸς ἢ Μακεδονικὸς ἢ Αἰγιναῖος ὀβολός, οὐδ ὅτι πολὺ κάλλιον ἦν μὴ ἔχειν τὰ πορθμεῖα καταβαλεῖν οὕτω γὰρ ἂν οὐ παραδεξαμένου τοῦ πορθμέως ἀναπόμπιμοι πάλιν εἰς τὸν βίον ἀφικνοῦντο. (Lucian, (no name) 10:1)

    (루키아노스, (no name) 10:1)

  • ἀρχὴν δὲ οὐδὲ οἶδα εἰ τετράγωνόν ἐστιν ὁ ὀβολὸς ἢ στρογγύλον. (Lucian, Cataplus, (no name) 21:6)

    (루키아노스, Cataplus, (no name) 21:6)

  • "χρυσίον μὲν ἢ ἀργύριον, Ἡράκλεις, οὐδὲ κεκτῆσθαι ἀξιῶ ὀβολὸς ἱκανός, ὡς θέρμους πριαίμην ποτὸν γάρ ἢ κρήνη ἢ ποταμὸς παρέξει. (Lucian, Fugitivi, (no name) 20:1)

    (루키아노스, Fugitivi, (no name) 20:1)

  • τοῖς δὲ πρυτανεύουσιν εἰς σίτησιν ὀβολὸς προστίθεται δέκα προστίθενται. (Aristotle, Athenian Constitution, work Ath. Pol., chapter 62 2:4)

    (아리스토텔레스, 아테네인들의 정치체제, work Ath. Pol., chapter 62 2:4)

관련어

명사

형용사

동사

출처: Wiktionary 고전 그리스어 단어 목록

이 단어를 Wiktionary에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION