Ancient Greek-English Dictionary Language

νότιος

First/Second declension Adjective; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: νότιος νότιᾱ νότιον

Structure: νοτι (Stem) + ος (Ending)

Etym.: no/tos

Sense

  1. wet, moist, damp, the open sea
  2. southern

Examples

  • συστέλλεσθαι γὰρ ἀνάγκη τὴν ἀπὸ τροπῶν ἐπὶ τροπὰσ πάροδον αὐτοῦ καὶ μὴ διαμένειν τηλικοῦτο μέροσ οὖσαν τοῦ ὁρίζοντοσ ἡλίκον οἱ μαθηματικοὶ λέγουσιν, ἀλλ’ ἐλάττονα γίγνεσθαι, ἀεὶ πρὸσ τὰ βόρεια τῶν νοτίων συναγωγὴν λαμβανόντων, καὶ τὸ θέροσ ἡμῖν βραχύτερον καὶ ψυχροτέραν εἶναι τὴν κρᾶσιν , ἐνδοτέρω κάμπτοντοσ αὐτοῦ καὶ μειζόνων παραλλήλων ἐφαπτομένου τοῖσ τροπικοῖσ σημείοισ· (Plutarch, De defectu oraculorum, section 42)
  • φερόμενοσ οὖν ἐκ τῶν νοτίων ὁ Νεῖλοσ, ἐν δὲ τοῖσ βορείοισ· (Plutarch, De Iside et Osiride, section 32 3:3)
  • οἱο͂ν τὸν ἀπὸ τοῦ ζόφου καὶ τῆσ δύσεωσ ζέφυρον, τὸν δ’ ἀπὸ τῆσ ἀνατολῆσ καὶ τοῦ ἡλίου ἀπηλιώτην, τὸν δ’ ἀπὸ τῶν ἄρκτων βορέαν, τὸν δ’ ἀπὸ τῶν νοτίων λίβα. (Pseudo-Plutarch, Placita Philosophorum, book 3, 2:2)
  • οἵ τε γὰρ ἰατροὶ τοὺσ καιροὺσ τῶν σωμάτων ἱκανῶσ λέγουσι, καὶ περὶ τῶν πνευμάτων οἱ φυσικοί, τὰ βόρεια τῶν νοτίων ἐπαινοῦντεσ μᾶλλον. (Aristotle, Politics, Book 7 285:1)
  • ταπεινοῦται δ’ ἀπὸ τῶν νοτίων ὁ καλούμενοσ ἀνταρκτικὸσ κύκλοσ ἀφανὴσ κατὰ τοῦτο τὸ μέροσ. (Dionysius of Halicarnassus, Antiquitates Romanae, book 2, chapter 5 5:3)

Synonyms

  1. wet

  2. southern

Related

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION