Ancient Greek-English Dictionary Language

νότιος

First/Second declension Adjective; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: νότιος νότιᾱ νότιον

Structure: νοτι (Stem) + ος (Ending)

Etym.: no/tos

Sense

  1. wet, moist, damp, the open sea
  2. southern

Examples

  • ἡ δὲ συνεργὸσ αὐτοῦ βασιλὶσ Αἰθιόπων αἰνίττεται πνοὰσ νοτίουσ ἐξ Αἰθιοπίασ· (Plutarch, De Iside et Osiride, section 392)
  • ἀπὸ τούτων δὲ τοὺσ χρωμένοισ αὐτοῖσ δωρουμένουσ ἡμῖν καὶ παρέχοντασ ἀέναα καὶ διαρκῆ θεοὺσ ἐνομίσαμεν, οὐχ ἑτέρουσ παρ’ ἑτέροισ οὐδὲ βαρβάρουσ καὶ Ἕλληνασ οὐδὲ νοτίουσ καὶ βορείουσ· (Plutarch, De Iside et Osiride, section 67 1:1)
  • δοιὰ γὰρ ἐκ σφαίρησ τετμήμεθα, καὶ τὸ μὲν ἡμῶν τοὺσ νοτίουσ, τὸ δ’ ἔχει τείρεα τἀν Βορέῃ. (Unknown, Greek Anthology, Volume III, book 9, chapter 5413)
  • καθ’ ἡμᾶσ μὲν τοίνυν προσάρκτια ἂν εἰή τὰ ἔθνη ταῦτα, ἐπειδὴ καὶ ἐντὸσ τοῦ Ταύρου, Ἐρατοσθένησ δὲ πεποιημένοσ τὴν διαίρεσιν εἰσ τὰ νότια μέρη καὶ τὰ προσάρκτια καὶ τὰσ ὑπ’ αὐτοῦ λεγομένασ σφραγῖδασ, τὰσ μὲν βορείουσ καλῶν τὰσ δὲ νοτίουσ, ὁρ́ια ἀποφαίνει τῶν κλιμάτων ἀμφοῖν τὰσ Κασπίουσ πύλασ· (Strabo, Geography, Book 11, chapter 12 8:1)

Synonyms

  1. wet

  2. southern

Related

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION