Ancient Greek-English Dictionary Language

νότιος

First/Second declension Adjective; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: νότιος νότιᾱ νότιον

Structure: νοτι (Stem) + ος (Ending)

Etym.: no/tos

Sense

  1. wet, moist, damp, the open sea
  2. southern

Examples

  • οἱ αὐτοὶ νόμοι πᾶσι, ὑφ’ ἑνὸσ προστάγματοσ καὶ μιᾶσ ἡγεμονίασ τροπαὶ βόρειοι τροπαὶ νότιοι ἰσημερίαι Πλειὰσ Ἀρκτοῦροσ, ὡρ͂αι σπόρων ὡρ͂αι φυτειῶν· (Plutarch, De exilio, section 5 8:1)
  • Αἱ δὲ καθ’ ἡμέρην καταστάσιεσ, αἱ μὲν βόρειοι τά τε σώματα ξυνιστᾶσι, καὶ εὔτονα καὶ εὐκίνητα καὶ εὔχροα καὶ εὐηκοώτερα ποιέουσι, καὶ τὰσ κοιλίασ ξηραίνουσι, καὶ τὰ ὄμματα δάκνουσι, καὶ περὶ τὸν θώρηκα ἄλγημα ἤν τι προϋπάρχῃ, μᾶλλον πονέουσιν‧ αἱ δὲ νότιοι διαλύουσι τὰ σώματα καὶ ὑγραίνουσι, καὶ βαρυηκοί̈ασ καὶ καρηβαρίασ καὶ ἰλίγγουσ ποιέουσιν, ἐν δὲ τοῖσιν ὀφθαλμοῖσι καὶ τοῖσι σώμασι δυσκινησίην, καὶ τὰσ κοιλίασ ὑγραίνουσιν. (Hippocrates, Oeuvres Completes D'Hippocrate., AFORISMOI., 31.18)
  • ψυχροὶ γάρ εἰσιν, οἱ δὲ νότιοι θερμοί. (Strabo, Geography, Book 11, chapter 1 5:3)

Synonyms

  1. wet

  2. southern

Related

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION