Ancient Greek-English Dictionary Language

νότιος

First/Second declension Adjective; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: νότιος νότιᾱ νότιον

Structure: νοτι (Stem) + ος (Ending)

Etym.: no/tos

Sense

  1. wet, moist, damp, the open sea
  2. southern

Examples

  • χοροὶ μέλπουσιν ἐγκύκλιοι, πλησιστίοισι πνοαῖσ συριζόντων κατὰ πρύμναν εὐναίων πηδαλίων αὔραισ <σὺν> νοτίαισ ἢ πνεύμασι Ζεφύρου, τὰν πολυόρνιθον ἐπ’ αἶ‐ αν, λευκὰν ἀκτάν, Ἀχιλῆ‐ οσ δρόμουσ καλλισταδίουσ, ἄξεινον κατὰ πόντον; (Euripides, Iphigenia in Tauris, choral, strophe 25)
  • διόπερ συμπνιγοῦσ περιστάσεωσ τὴν χέρσον ἐπεχούσησ, ὅπερ ὁρῶμεν ἐπὶ τῶν νεφῶν ἐνίοτε συμβαῖνον ἐν ταῖσ νοτίαισ ἡμέραισ, τυπουμένων ἰδεῶν παντοδαπῶν, τοῦτο γίνεσθαι καὶ περὶ τὴν Λιβύην, πολλαχῶσ μορφουμένου τοῦ συμπίπτοντοσ ἀέροσ· (Diodorus Siculus, Bibliotheca Historica, book 3, chapter 51 3:1)

Synonyms

  1. wet

  2. southern

Related

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION