헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

νομικός

1/2군 변화 형용사; 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: νομικός

형태분석: νομικ (어간) + ος (어미)

어원: no/mos

  1. resting on law, conventional
  2. relating to the law
  3. learned in the law, a lawyer

곡용 정보

1/2군 변화
남성 여성 중성
단수주격 νομικός

(이)가

νομική

(이)가

νόμικον

(것)가

속격 νομικοῦ

(이)의

νομικῆς

(이)의

νομίκου

(것)의

여격 νομικῷ

(이)에게

νομικῇ

(이)에게

νομίκῳ

(것)에게

대격 νομικόν

(이)를

νομικήν

(이)를

νόμικον

(것)를

호격 νομικέ

(이)야

νομική

(이)야

νόμικον

(것)야

쌍수주/대/호 νομικώ

(이)들이

νομικᾱ́

(이)들이

νομίκω

(것)들이

속/여 νομικοῖν

(이)들의

νομικαῖν

(이)들의

νομίκοιν

(것)들의

복수주격 νομικοί

(이)들이

νομικαί

(이)들이

νόμικα

(것)들이

속격 νομικῶν

(이)들의

νομικῶν

(이)들의

νομίκων

(것)들의

여격 νομικοῖς

(이)들에게

νομικαῖς

(이)들에게

νομίκοις

(것)들에게

대격 νομικούς

(이)들을

νομικᾱ́ς

(이)들을

νόμικα

(것)들을

호격 νομικοί

(이)들아

νομικαί

(이)들아

νόμικα

(것)들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • "οὕτωσ, ὦ Περσαῖε, νομικῶσ; (Plutarch, De vitioso pudore, section 10 9:1)

    (플루타르코스, De vitioso pudore, section 10 9:1)

  • οἱ δὲ χρήσιμοι οὐκ εὐθὺσ διαλύονται, ἂν μὴ νομικῶσ καὶ ἑταιρικῶσ προσφέρωνται· (Aristotle, Eudemian Ethics, Book 7 193:2)

    (아리스토텔레스, 에우데모스 윤리학, Book 7 193:2)

  • ἔστι δὲ ἐν ταύτῃ τῇ φιλίᾳ τὰ ἐγκλήματα ἀμφιβάλλοντα αὐτοῖσ ἀμφότερα, πῶσ ἑκάτεροσ ἐγκαλεῖ, ὅταν ἠθικῶσ ἀλλὰ μὴ νομικῶσ πιστεύσωσιν. (Aristotle, Eudemian Ethics, Book 7 195:2)

    (아리스토텔레스, 에우데모스 윤리학, Book 7 195:2)

  • καθ’ ἕκαστον ἀκριβολογίαν ἀποδώσομεν ζητεῖν τοῖσ βουλομένοισ παρ’ ἐκείνων, νῦν δὲ νομικῶσ διέλωμεν, τοὺσ τύπουσ μόνον εἰπόντεσ περὶ αὐτῶν. (Aristotle, Politics, Book 8 108:1)

    (아리스토텔레스, 정치학, Book 8 108:1)

유의어

  1. relating to the law

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION