- 그-한 사전

헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

ναύκληρος?

2군 변화 명사; 남성 로마알파벳 전사: nauklēros 고전 발음: [레:로] 신약 발음: [레로]

기본형: ναύκληρος

  1. a shipowner, ship-master
  2. the master's

예문

  • ναύκληρος αὐτὸς διηγεῖτό μοι, χρηστὸς ἀνὴρ καὶ προσομιλῆσαι δεξιός. (Lucian, 14:3)

    (루키아노스, 14:3)

  • τοιαῦτα καὶ σφᾶς καταλαβεῖν ἔφασκεν ὁ ναύκληρος ἔτι καὶ νυκτὸς οὔσης καὶ ζόφου ἀκριβοῦς: (Lucian, 17:1)

    (루키아노스, 17:1)

  • ἡ δ᾿ ἄλλο μὲν οὐδὲν εὑρ῀ε, τοῦτο δὲ μόνον ἐπιγεγραμμένον ἐσιόντων ἐπὶ τὰ δεξιὰ πρὸς τῷ Διπύλῳ, Μέλιττα φιλεῖ Ἑρμότιμον, καὶ μικρὸν αὖθις ὑποκάτω, Ὁ ναύκληρος Ἑρμότιμος φιλεῖ Μέλιτταν. (Lucian, Dialogi meretricii, 3:5)

    (루키아노스, Dialogi meretricii, 3:5)

  • καὶ διὰ τοῦτο πρῴην οὐκ ἔχοντι αὐτῷ καταθεῖναι συμβολὴν τὸν δακτύλιον δέδωκας ἀγνοούσης ἐμοῦ, ὁ δὲ ἀποδόμενος κατέπιε, καὶ πάλιν τὰ δύο περιδέραια τὰ Ιὠνικά, ἕλκοντα ἑκάτερον δύο δαρεικούς, ἅ σοι ὁ Χῖος Πραξίας ὁ ναύκληρος ἐκόμισε ποιησάμενος ἐν Ἐρέσῳ: (Lucian, Dialogi meretricii, 1:8)

    (루키아노스, Dialogi meretricii, 1:8)

  • ὀκνῶ μὲν ἔτι τῷ λόγῳ κινεῖν, ὥσπερ ναῦν ἐν χειμῶνι ναύκληρος ἢ μηχανὴν αἴρει ποιητικὸς ἀνὴρ ἐν θεάτρῳ σκηνῆς περιφερομένης. (Plutarch, De esu carnium I, chapter, section 7 3:1)

    (플루타르코스, De esu carnium I, chapter, section 7 3:1)

유의어

  1. a shipowner

  2. the master's

관련어

명사

형용사

동사

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION