Ancient Greek-English Dictionary Language

μουσικός

First/Second declension Adjective; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: μουσικός μουσική μουσικόν

Structure: μουσικ (Stem) + ος (Ending)

Sense

  1. of or for music, musical, music
  2. skilled in music, musical
  3. a votary of the Muses, a man of letters and accomplishment, a scholar, more accomplished in
  4. harmoniously, suitably

Examples

  • θήλειαν λαβών γογγυλίδα ταύτην ἔτεμε λεπτὰ καὶ μακρά, τὴν ὄψιν αὐτῆσ τῆσ ἀφύησ μιμούμενοσ ἀποζέσασ, ἔλαιον ἐπιχέασ, ἅλασ δοὺσ μουσικῶσ, μήκωνοσ ἐπιπάσασ ἄνω ακόκκουσ μελαίνησ τετταράκοντα τὸν ἀριθμόν, περὶ τὴν Σκυθίαν ἔπαυσε τὴν ἐπιθυμίαν. (Athenaeus, The Deipnosophists, book 1, chapter 12 4:4)
  • "ἦπου τὸ ἔμψυχον καὶ αὐτοκίνητον ὁρμῆσ τε καὶ λόγου μετέχον ἄλλωσ ἄν τισ ἢ κατὰ τὴν ἐν αὐτῷ προϋπάρχουσαν ἕξιν ἢ δύναμιν ἢ φύσιν μεταχειρίσαιτο, μουσικῶσ κινῶν νοῦν ἄμουσον ἢ γραμματικῶσ τὸν ἀγράμματον ἢ λογίωσ τὸν ἐν λόγοισ ἀθεώρητον καὶ ἀνάσκητον; (Plutarch, De Pythiae oraculis, section 2113)
  • τὸ γὰρ παραλαβόντ’ ὄψον ἠγορασμένον πότερ’ ἀποδοῦναι σκευάσαντα μουσικῶσ διακόνου ’ στ’ οὐ τοῦ τυχόντοσ; (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 7, book 7, chapter 37 1:13)
  • μουσικῶσ μοι δοκεῖ. (Plato, Alcibiades 1, Alcibiades 2, Hipparchus, Lovers, Theages, Charmides, Laches, Lysis, 32:9)
  • οὗτοι γὰρ οἱ λόγοι ἀμφότεροι οὐ πάνυ μουσικῶσ λέγονται· (Plato, Euthydemus, Protagoras, Gorgias, Meno, 186:5)

Synonyms

  1. of or for music

  2. skilled in music

  3. harmoniously

Related

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION