Ancient Greek-English Dictionary Language

μουσικός

First/Second declension Adjective; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: μουσικός μουσική μουσικόν

Structure: μουσικ (Stem) + ος (Ending)

Sense

  1. of or for music, musical, music
  2. skilled in music, musical
  3. a votary of the Muses, a man of letters and accomplishment, a scholar, more accomplished in
  4. harmoniously, suitably

Examples

  • καθόλου δὲ τριῶν ὄντων, ὥσ φησι Θεόφραστοσ, ἐξ ὧν γίνεται τὸ μέγα καὶ σεμνὸν καὶ περιττὸν ἐν λέξει, τῆσ τε ἐκλογῆσ τῶν ὀνομάτων καὶ τῆσ ἐκ τούτων ἁρμονίασ καὶ τῶν περιλαμβανόντων αὐτὰ σχημάτων, ἐκλέγει μὲν εὖ πάνυ καὶ τὰ κράτιστα τῶν ὀνομάτων τίθησιν, ἁρμόττει δὲ αὐτὰ περιέργωσ, τὴν εὐφωνίαν ἐντείνων μουσικήν, σχηματίζει τε φορτικῶσ καὶ τὰ πολλὰ γίνεται ψυχρὸσ ἢ τῷ πόρρωθεν λαμβάνειν ἢ τῷ μὴ πρέποντα εἶναι τὰ σχήματα τοῖσ πράγμασι διὰ τὸ μὴ κρατεῖν τοῦ μετρίου. (Dionysius of Halicarnassus, De Isocrate, chapter 31)
  • ἔστιν ἥντινα τυγχάνεισ ἐπιστάμενοσ τέχνην, οἱο͂ν μουσικήν; (Lucian, De parasito sive artem esse parasiticam, (no name) 1:5)
  • γνώμῃ δ’ ἀδελφοῦ Μελεάγρου λελειμμένοσ, ἴσον παρέσχεν ὄνομα διὰ τέχνησ δορόσ, εὑρὼν ἀκριβῆ μουσικὴν ἐν ἀσπίδι· (Euripides, Suppliants, episode 1:9)
  • οὐδ’ ἐντυχὼν ἐν τἀγορᾷ πρόσεισί σοι βαδίζων Κρατῖνοσ ἀεὶ κεκαρμένοσ μοιχὸν μιᾷ μαχαίρᾳ, ὁ περιπόνηροσ Ἀρτέμων, ὁ ταχὺσ ἄγαν τὴν μουσικήν, ὄζων κακὸν τῶν μασχαλῶν πατρὸσ Τραγασαίου· (Aristophanes, Acharnians, Choral, strophe 31)
  • ἀριθμητικήν, ἀστρονομίαν, τερατείαν, γεωμετρίαν, μουσικήν, γοητείαν. (Lucian, Vitarum auctio, (no name) 2:11)

Synonyms

  1. of or for music

  2. skilled in music

  3. harmoniously

Related

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION