- 그-한 사전

헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

μόρσιμος?

1/2군 변화 형용사; 자동번역 로마알파벳 전사: morsimos 고전 발음: [시모] 신약 발음: [시모]

기본형: μόρσιμος μόρσιμον

형태분석: μορσιμ (어간) + ος (어미)

어원: μόρος

  1. 운명적인, 운명의
  1. appointed by fate, destined, destiny, doom
  2. fore-doomed to die

곡용 정보

1/2군 변화
남/여성 중성
단수주격 μόρσιμος

운명적인 (이)가

μόρσιμον

운명적인 (것)가

속격 μορσίμου

운명적인 (이)의

μορσίμου

운명적인 (것)의

여격 μορσίμῳ

운명적인 (이)에게

μορσίμῳ

운명적인 (것)에게

대격 μόρσιμον

운명적인 (이)를

μόρσιμον

운명적인 (것)를

호격 μόρσιμε

운명적인 (이)야

μόρσιμον

운명적인 (것)야

쌍수주/대/호 μορσίμω

운명적인 (이)들이

μορσίμω

운명적인 (것)들이

속/여 μορσίμοιν

운명적인 (이)들의

μορσίμοιν

운명적인 (것)들의

복수주격 μόρσιμοι

운명적인 (이)들이

μόρσιμα

운명적인 (것)들이

속격 μορσίμων

운명적인 (이)들의

μορσίμων

운명적인 (것)들의

여격 μορσίμοις

운명적인 (이)들에게

μορσίμοις

운명적인 (것)들에게

대격 μορσίμους

운명적인 (이)들을

μόρσιμα

운명적인 (것)들을

호격 μόρσιμοι

운명적인 (이)들아

μόρσιμα

운명적인 (것)들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • ἀλλ ᾧπερ ἥκεις μορσίμους φέρων σφαγάς, τάχυν: (Euripides, Rhesus, episode 1:27)

    (에우리피데스, Rhesus, episode 1:27)

  • τοιάδε χρὴ Χαρίτων δαμώματα καλλικόμων τὸν σοφὸν ποιητὴν ὑμνεῖν, ὅταν ἠρινὰ μὲν φωνῇ χελιδὼν ἑζομένη κελαδῇ, χορὸν δὲ μὴ χῃ Μόρσιμος μηδὲ Μελάνθιος, οὗ δὴ πικροτάτην ὄπα γηρύσαντος ἤκους ἡνίκα τῶν τραγῳδῶν τὸν χορὸν εἶχον ἁδελφός τε και αὐτός, ἄμφω Γοργόνες ὀψοφάγοι βατιδοσκόποι Ἅρπυιαι, γραοσόβαι μιαροὶ τραγομάσχαλοι ἰχθυολῦμαι: (Aristophanes, Peace, Parabasis, antistrophe 11)

    (아리스토파네스, Peace, Parabasis, antistrophe 11)

  • εἴ σε μὴ μισῶ, γενοίμην ἐν Κρατίνου κῴδιον, καὶ διδασκοίμην προσᾴδειν Μορσίμου τραγῳδίᾳ. (Aristotle, Agon, antistrophe 22)

    (아리스토텔레스, Agon, antistrophe 22)

  • ἐν δὲ τούτῳ κειμένους, εἴ που ξένον τις ἠδίκησε πώποτε, ἢ παῖδα κινῶν τἀργύριον ὑφείλετο, ἢ μητέρ ἠλόασεν, ἢ πατρὸς γνάθον ἐπάταξεν, ἢ πίορκον ὁρ´κον ὤμοσεν, ἢ Μορσίμου τις ῥῆσιν ἐξεγράψατο. (Aristophanes, Frogs, Prologue 5:35)

    (아리스토파네스, Frogs, Prologue 5:35)

  • ἐγὼ δ, ἐπειδὴ χρόνον ἔμειν ὅσον με χρῆν, τὸ μόρσιμον σῴσασα, πατέρ ἐς οὐρανὸν ἄπειμι: (Euripides, Helen, episode, dialogue 2:13)

    (에우리피데스, Helen, episode, dialogue 2:13)

  • ἐπωνυμίᾳ δ ἐπεκραίνετο μόρσιμος αἰὼν εὐλόγως, Ἔπαφόν τ ἐγέννασεν: (Aeschylus, Suppliant Women, choral, strophe 12)

    (아이스킬로스, 탄원하는 여인들, choral, strophe 12)

  • ὀφθαλμός, αἰὼν δ ἔφεπε μόρσιμος, πλοῦτόν τε καὶ χάριν ἄγων γνησίαις ἐπ ἀρεταῖς. (Pindar, Odes, olympian odes, olympian 2 4:1)

    (핀다르, Odes, olympian odes, olympian 2 4:1)

  • εὐνὴ γὰρ ἀνδρὶ καὶ γυναικὶ μόρσιμος ὁρ´κου στὶ μείζων τῇ δίκῃ φρουρουμένη. (Aeschylus, Eumenides, episode 1:3)

    (아이스킬로스, 에우메니데스, episode 1:3)

  • ἠίθεον χαρίεντα, τὸν ἡρ´πασε μόρσιμος αἶσα, οἱά῀ τε ἀγλαόμορφον ἀπὸ χθονὸς ἔρνος ἀήτης, εἰκοσικαιτέτρατον βιότου λυκάβαντα περῶντα: (Unknown, Greek Anthology, Volume II, book 7, chapter 343 1:1)

    (작자 미상, Greek Anthology, Volume II, book 7, chapter 343 1:1)

유의어

  1. 운명적인

관련어

명사

형용사

동사

부사

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION