헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

μεταβιβάζω

비축약 동사; 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: μεταβιβάζω

형태분석: μετα (접두사) + βιβάζ (어간) + ω (인칭어미)

  1. to carry over, shift bring into another place or state
  2. to lead in a different direction

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 μεταβιβάζω

μεταβιβάζεις

μεταβιβάζει

쌍수 μεταβιβάζετον

μεταβιβάζετον

복수 μεταβιβάζομεν

μεταβιβάζετε

μεταβιβάζουσιν*

접속법단수 μεταβιβάζω

μεταβιβάζῃς

μεταβιβάζῃ

쌍수 μεταβιβάζητον

μεταβιβάζητον

복수 μεταβιβάζωμεν

μεταβιβάζητε

μεταβιβάζωσιν*

기원법단수 μεταβιβάζοιμι

μεταβιβάζοις

μεταβιβάζοι

쌍수 μεταβιβάζοιτον

μεταβιβαζοίτην

복수 μεταβιβάζοιμεν

μεταβιβάζοιτε

μεταβιβάζοιεν

명령법단수 μεταβίβαζε

μεταβιβαζέτω

쌍수 μεταβιβάζετον

μεταβιβαζέτων

복수 μεταβιβάζετε

μεταβιβαζόντων, μεταβιβαζέτωσαν

부정사 μεταβιβάζειν

분사 남성여성중성
μεταβιβαζων

μεταβιβαζοντος

μεταβιβαζουσα

μεταβιβαζουσης

μεταβιβαζον

μεταβιβαζοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 μεταβιβάζομαι

μεταβιβάζει, μεταβιβάζῃ

μεταβιβάζεται

쌍수 μεταβιβάζεσθον

μεταβιβάζεσθον

복수 μεταβιβαζόμεθα

μεταβιβάζεσθε

μεταβιβάζονται

접속법단수 μεταβιβάζωμαι

μεταβιβάζῃ

μεταβιβάζηται

쌍수 μεταβιβάζησθον

μεταβιβάζησθον

복수 μεταβιβαζώμεθα

μεταβιβάζησθε

μεταβιβάζωνται

기원법단수 μεταβιβαζοίμην

μεταβιβάζοιο

μεταβιβάζοιτο

쌍수 μεταβιβάζοισθον

μεταβιβαζοίσθην

복수 μεταβιβαζοίμεθα

μεταβιβάζοισθε

μεταβιβάζοιντο

명령법단수 μεταβιβάζου

μεταβιβαζέσθω

쌍수 μεταβιβάζεσθον

μεταβιβαζέσθων

복수 μεταβιβάζεσθε

μεταβιβαζέσθων, μεταβιβαζέσθωσαν

부정사 μεταβιβάζεσθαι

분사 남성여성중성
μεταβιβαζομενος

μεταβιβαζομενου

μεταβιβαζομενη

μεταβιβαζομενης

μεταβιβαζομενον

μεταβιβαζομενου

미완료(Imperfect) 시제

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

유의어

  1. to carry over

  2. to lead in a different direction

파생어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION