- 그-한 사전

헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

διαφυσάω?

α 축약 동사; 자동번역 로마알파벳 전사: diaphysaō 고전 발음: [디아퓌사오:] 신약 발음: [디아퓌사오]

기본형: διαφυσάω διαφυσήσω

형태분석: δια (접두사) + φυσά (어간) + ω (인칭어미)

  1. 흩어지다, 퍼뜨리다, 헤어지다
  1. to blow in different directions, disperse
  2. to blow through

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 διαφύσω

(나는) 흩어진다

διαφύσᾳς

(너는) 흩어진다

διαφύσᾳ

(그는) 흩어진다

쌍수 διαφύσατον

(너희 둘은) 흩어진다

διαφύσατον

(그 둘은) 흩어진다

복수 διαφύσωμεν

(우리는) 흩어진다

διαφύσατε

(너희는) 흩어진다

διαφύσωσι(ν)

(그들은) 흩어진다

접속법단수 διαφύσω

(나는) 흩어지자

διαφύσῃς

(너는) 흩어지자

διαφύσῃ

(그는) 흩어지자

쌍수 διαφύσητον

(너희 둘은) 흩어지자

διαφύσητον

(그 둘은) 흩어지자

복수 διαφύσωμεν

(우리는) 흩어지자

διαφύσητε

(너희는) 흩어지자

διαφύσωσι(ν)

(그들은) 흩어지자

기원법단수 διαφύσῳμι

(나는) 흩어지기를 (바라다)

διαφύσῳς

(너는) 흩어지기를 (바라다)

διαφύσῳ

(그는) 흩어지기를 (바라다)

쌍수 διαφύσῳτον

(너희 둘은) 흩어지기를 (바라다)

διαφυσῷτην

(그 둘은) 흩어지기를 (바라다)

복수 διαφύσῳμεν

(우리는) 흩어지기를 (바라다)

διαφύσῳτε

(너희는) 흩어지기를 (바라다)

διαφύσῳεν

(그들은) 흩어지기를 (바라다)

명령법단수 διαφῦσα

(너는) 흩어져라

διαφυσᾶτω

(그는) 흩어져라

쌍수 διαφύσατον

(너희 둘은) 흩어져라

διαφυσᾶτων

(그 둘은) 흩어져라

복수 διαφύσατε

(너희는) 흩어져라

διαφυσῶντων, διαφυσᾶτωσαν

(그들은) 흩어져라

부정사 διαφύσαν

흩어지는 것

분사 남성여성중성
διαφυσων

διαφυσωντος

διαφυσωσα

διαφυσωσης

διαφυσων

διαφυσωντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 διαφύσωμαι

(나는) 흩어져진다

διαφύσᾳ

(너는) 흩어져진다

διαφύσαται

(그는) 흩어져진다

쌍수 διαφύσασθον

(너희 둘은) 흩어져진다

διαφύσασθον

(그 둘은) 흩어져진다

복수 διαφυσῶμεθα

(우리는) 흩어져진다

διαφύσασθε

(너희는) 흩어져진다

διαφύσωνται

(그들은) 흩어져진다

접속법단수 διαφύσωμαι

(나는) 흩어져지자

διαφύσῃ

(너는) 흩어져지자

διαφύσηται

(그는) 흩어져지자

쌍수 διαφύσησθον

(너희 둘은) 흩어져지자

διαφύσησθον

(그 둘은) 흩어져지자

복수 διαφυσώμεθα

(우리는) 흩어져지자

διαφύσησθε

(너희는) 흩어져지자

διαφύσωνται

(그들은) 흩어져지자

기원법단수 διαφυσῷμην

(나는) 흩어져지기를 (바라다)

διαφύσῳο

(너는) 흩어져지기를 (바라다)

διαφύσῳτο

(그는) 흩어져지기를 (바라다)

쌍수 διαφύσῳσθον

(너희 둘은) 흩어져지기를 (바라다)

διαφυσῷσθην

(그 둘은) 흩어져지기를 (바라다)

복수 διαφυσῷμεθα

(우리는) 흩어져지기를 (바라다)

διαφύσῳσθε

(너희는) 흩어져지기를 (바라다)

διαφύσῳντο

(그들은) 흩어져지기를 (바라다)

명령법단수 διαφύσω

(너는) 흩어져져라

διαφυσᾶσθω

(그는) 흩어져져라

쌍수 διαφύσασθον

(너희 둘은) 흩어져져라

διαφυσᾶσθων

(그 둘은) 흩어져져라

복수 διαφύσασθε

(너희는) 흩어져져라

διαφυσᾶσθων, διαφυσᾶσθωσαν

(그들은) 흩어져져라

부정사 διαφύσασθαι

흩어져지는 것

분사 남성여성중성
διαφυσωμενος

διαφυσωμενου

διαφυσωμενη

διαφυσωμενης

διαφυσωμενον

διαφυσωμενου

미래 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 διαφυσήσω

(나는) 흩어지겠다

διαφυσήσεις

(너는) 흩어지겠다

διαφυσήσει

(그는) 흩어지겠다

쌍수 διαφυσήσετον

(너희 둘은) 흩어지겠다

διαφυσήσετον

(그 둘은) 흩어지겠다

복수 διαφυσήσομεν

(우리는) 흩어지겠다

διαφυσήσετε

(너희는) 흩어지겠다

διαφυσήσουσι(ν)

(그들은) 흩어지겠다

기원법단수 διαφυσήσοιμι

(나는) 흩어지겠기를 (바라다)

διαφυσήσοις

(너는) 흩어지겠기를 (바라다)

διαφυσήσοι

(그는) 흩어지겠기를 (바라다)

쌍수 διαφυσήσοιτον

(너희 둘은) 흩어지겠기를 (바라다)

διαφυσησοίτην

(그 둘은) 흩어지겠기를 (바라다)

복수 διαφυσήσοιμεν

(우리는) 흩어지겠기를 (바라다)

διαφυσήσοιτε

(너희는) 흩어지겠기를 (바라다)

διαφυσήσοιεν

(그들은) 흩어지겠기를 (바라다)

부정사 διαφυσήσειν

흩어질 것

분사 남성여성중성
διαφυσησων

διαφυσησοντος

διαφυσησουσα

διαφυσησουσης

διαφυσησον

διαφυσησοντος

중간태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 διαφυσήσομαι

(나는) 흩어져지겠다

διαφυσήσει, διαφυσήσῃ

(너는) 흩어져지겠다

διαφυσήσεται

(그는) 흩어져지겠다

쌍수 διαφυσήσεσθον

(너희 둘은) 흩어져지겠다

διαφυσήσεσθον

(그 둘은) 흩어져지겠다

복수 διαφυσησόμεθα

(우리는) 흩어져지겠다

διαφυσήσεσθε

(너희는) 흩어져지겠다

διαφυσήσονται

(그들은) 흩어져지겠다

기원법단수 διαφυσησοίμην

(나는) 흩어져지겠기를 (바라다)

διαφυσήσοιο

(너는) 흩어져지겠기를 (바라다)

διαφυσήσοιτο

(그는) 흩어져지겠기를 (바라다)

쌍수 διαφυσήσοισθον

(너희 둘은) 흩어져지겠기를 (바라다)

διαφυσησοίσθην

(그 둘은) 흩어져지겠기를 (바라다)

복수 διαφυσησοίμεθα

(우리는) 흩어져지겠기를 (바라다)

διαφυσήσοισθε

(너희는) 흩어져지겠기를 (바라다)

διαφυσήσοιντο

(그들은) 흩어져지겠기를 (바라다)

부정사 διαφυσήσεσθαι

흩어져질 것

분사 남성여성중성
διαφυσησομενος

διαφυσησομενου

διαφυσησομενη

διαφυσησομενης

διαφυσησομενον

διαφυσησομενου

미완료(Imperfect) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 διεφῦσων

(나는) 흩어지고 있었다

διεφῦσας

(너는) 흩어지고 있었다

διεφῦσα(ν)

(그는) 흩어지고 있었다

쌍수 διεφύσατον

(너희 둘은) 흩어지고 있었다

διεφυσᾶτην

(그 둘은) 흩어지고 있었다

복수 διεφύσωμεν

(우리는) 흩어지고 있었다

διεφύσατε

(너희는) 흩어지고 있었다

διεφῦσων

(그들은) 흩어지고 있었다

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 διεφυσῶμην

(나는) 흩어져지고 있었다

διεφύσω

(너는) 흩어져지고 있었다

διεφύσατο

(그는) 흩어져지고 있었다

쌍수 διεφύσασθον

(너희 둘은) 흩어져지고 있었다

διεφυσᾶσθην

(그 둘은) 흩어져지고 있었다

복수 διεφυσῶμεθα

(우리는) 흩어져지고 있었다

διεφύσασθε

(너희는) 흩어져지고 있었다

διεφύσωντο

(그들은) 흩어져지고 있었다

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

유의어

  1. 흩어지다

  2. to blow through

파생어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION