Ancient Greek-English Dictionary Language

μεσόμφαλος

First/Second declension Adjective; Transliteration:

Principal Part: μεσόμφαλος μεσόμφαλον

Structure: μεσομφαλ (Stem) + ος (Ending)

Sense

  1. in mid-navel, central

Examples

  • ἰὼ λάμπουσα πέτρα πυρὸσ δικόρυφον σέλασ ὑπὲρ ἄκρων βακχειῶν Διονύσου, οἴνα θ’ ἃ καθαμέριον στάζεισ τὸν πολύκαρπον οἰνάνθασ ἱεῖσα βότρυν, ζάθεά τ’ ἄντρα δράκοντοσ οὔ‐ ρειαί τε σκοπιαὶ θεῶν νιφόβολόν τ’ ὄροσ ἱερόν, εἱ‐ λίσσων ἀθανάτασ θεοῦ χορὸσ γενοίμαν ἄφοβοσ παρὰ μεσόμφαλα γύαλα Φοί‐ βου Δίρκαν προλιποῦσα. (Euripides, Phoenissae, choral, mesode1)
  • φοιτᾷ γὰρ ὑπ’ ἀγρίαν ὕλαν ἀνά τ’ ἄντρα καὶ πέτρασ ἰσόταυροσ μέλεοσ μελέῳ ποδὶ χηρεύων, τὰ μεσόμφαλα γᾶσ ἀπονοσφίζων μαντεῖα· (Sophocles, Oedipus Tyrannus, choral, antistrophe 12)

Synonyms

  1. in mid-navel

Related

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION