헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

μέρμερος

1/2군 변화 형용사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: μέρμερος μέρμερος μέρμερον

형태분석: μερμερ (어간) + ος (어미)

  1. 파괴적인, 불행한, 불길한, 불운한
  1. causing anxiety, mischievous, baneful

곡용 정보

1/2군 변화
남/여성 중성
단수주격 μέρμερος

파괴적인 (이)가

μέρμερον

파괴적인 (것)가

속격 μερμέρου

파괴적인 (이)의

μερμέρου

파괴적인 (것)의

여격 μερμέρῳ

파괴적인 (이)에게

μερμέρῳ

파괴적인 (것)에게

대격 μέρμερον

파괴적인 (이)를

μέρμερον

파괴적인 (것)를

호격 μέρμερε

파괴적인 (이)야

μέρμερον

파괴적인 (것)야

쌍수주/대/호 μερμέρω

파괴적인 (이)들이

μερμέρω

파괴적인 (것)들이

속/여 μερμέροιν

파괴적인 (이)들의

μερμέροιν

파괴적인 (것)들의

복수주격 μέρμεροι

파괴적인 (이)들이

μέρμερα

파괴적인 (것)들이

속격 μερμέρων

파괴적인 (이)들의

μερμέρων

파괴적인 (것)들의

여격 μερμέροις

파괴적인 (이)들에게

μερμέροις

파괴적인 (것)들에게

대격 μερμέρους

파괴적인 (이)들을

μέρμερα

파괴적인 (것)들을

호격 μέρμεροι

파괴적인 (이)들아

μέρμερα

파괴적인 (것)들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • ἡ δέ, οὕσ τε ὤμοσεν Ιἄσων θεοὺσ ἐπικαλεσαμένη καὶ τὴν Ιἄσονοσ ἀχαριστίαν μεμψαμένη πολλάκισ, τῇ μὲν γαμουμένῃ πέπλον μεμαγμένον φαρμάκοισ ἔπεμψεν, ὃν ἀμφιεσαμένη μετὰ τοῦ βοηθοῦντοσ πατρὸσ πυρὶ λάβρῳ κατεφλέχθη, τοὺσ δὲ παῖδασ οὓσ εἶχεν ἐξ Ιἄσονοσ, Μέρμερον καὶ Φέρητα, ἀπέκτεινε, καὶ λαβοῦσα παρὰ Ἡλίου ἁρ́μα πτηνῶν δρακόντων ἐπὶ τούτου φεύγουσα ἦλθεν εἰσ Ἀθήνασ. (Apollodorus, Library and Epitome, book 1, chapter 9 28:2)

    (아폴로도로스, Library and Epitome, book 1, chapter 9 28:2)

  • Φάλκην δ’ Ἀντίλοχοσ καὶ Μέρμερον ἐξενάριξε· (Homer, Iliad, Book 14 55:3)

    (호메로스, 일리아스, Book 14 55:3)

  • πεποίηται δὲ ἐν αὐτοῖσ Ιἄσονα ἐξ Ιὠλκοῦ μετὰ τὸν Πελίου θάνατον ἐσ Κόρκυραν μετοικῆσαι καί οἱ Μέρμερον μὲν τὸν πρεσβύτερον τῶν παίδων ὑπὸ λεαίνησ διαφθαρῆναι θηρεύοντα ἐν τῇ πέραν ἠπείρῳ· (Pausanias, Description of Greece, , chapter 3 15:2)

    (파우사니아스, Description of Greece, , chapter 3 15:2)

유의어

  1. 파괴적인

관련어

출처: Wiktionary 고전 그리스어 단어 목록

이 단어를 Wiktionary에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION