헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

μεθύω

비축약 동사; 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: μεθύω

형태분석: μετ (접두사) + ύ̔ (어간) + ω (인칭어미)

어원: me/qu

  1. to be drunken with wine
  2. soaked
  3. to be drunken or intoxicated

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 μεθύω

μεθύεις

μεθύει

쌍수 μεθύετον

μεθύετον

복수 μεθύομεν

μεθύετε

μεθύουσιν*

접속법단수 μεθύω

μεθύῃς

μεθύῃ

쌍수 μεθύητον

μεθύητον

복수 μεθύωμεν

μεθύητε

μεθύωσιν*

기원법단수 μεθύοιμι

μεθύοις

μεθύοι

쌍수 μεθύοιτον

μεθυοίτην

복수 μεθύοιμεν

μεθύοιτε

μεθύοιεν

명령법단수 μεθύε

μεθυέτω

쌍수 μεθύετον

μεθυέτων

복수 μεθύετε

μεθυόντων, μεθυέτωσαν

부정사 μεθύειν

분사 남성여성중성
μεθυων

μεθυοντος

μεθυουσα

μεθυουσης

μεθυον

μεθυοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 μεθύομαι

μεθύει, μεθύῃ

μεθύεται

쌍수 μεθύεσθον

μεθύεσθον

복수 μεθυόμεθα

μεθύεσθε

μεθύονται

접속법단수 μεθύωμαι

μεθύῃ

μεθύηται

쌍수 μεθύησθον

μεθύησθον

복수 μεθυώμεθα

μεθύησθε

μεθύωνται

기원법단수 μεθυοίμην

μεθύοιο

μεθύοιτο

쌍수 μεθύοισθον

μεθυοίσθην

복수 μεθυοίμεθα

μεθύοισθε

μεθύοιντο

명령법단수 μεθύου

μεθυέσθω

쌍수 μεθύεσθον

μεθυέσθων

복수 μεθύεσθε

μεθυέσθων, μεθυέσθωσαν

부정사 μεθύεσθαι

분사 남성여성중성
μεθυομενος

μεθυομενου

μεθυομενη

μεθυομενης

μεθυομενον

μεθυομενου

미완료(Imperfect) 시제

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • ἔστι μὲν τοῦ γελῶντοσ ἐκείνου μαθητὴσ καὶ τοῦ μεθύοντοσ, οὓσ μικρῷ πρόσθεν ἀπεκηρύττομεν. (Lucian, Vitarum auctio, (no name) 18:5)

    (루키아노스, Vitarum auctio, (no name) 18:5)

  • ὁ γὰρ τοῦ θεοῦ νάρθηξ ἱκανὸσ κολαστὴσ τοῦ μεθύοντοσ, ἂν μὴ προσγενόμενοσ ὁ θυμὸσ ὠμηστὴν καὶ μαινόλην ἀντὶ λυαίου καὶ χορείου ποιήσῃ τὸν ἄκρατον. (Plutarch, De cohibenda ira, section 13 19:2)

    (플루타르코스, De cohibenda ira, section 13 19:2)

  • ὁ γὰρ τοῦ θεοῦ νάρθηξ ἱκανὸσ κολαστὴσ τοῦ μεθύοντοσ, ἂν μὴ προσγενόμενοσ ὁ θυμὸσ ὠμηστὴν καὶ μαινόλην ἀντὶ λυαίου καὶ χορείου ποιήσῃ τὸν ἄκρατον. (Plutarch, De cohibenda ira, section 13 7:2)

    (플루타르코스, De cohibenda ira, section 13 7:2)

  • τὸ γάρ ἐν τῇ καρδίᾳ τοῦ νήφοντοσ ἐπὶ τῆσ γλώττησ ἐστὶ τοῦ μεθύοντοσ, ὡσ οἱ παροιμιαζόμενοι φασιν. (Plutarch, De garrulitate, section 4 2:1)

    (플루타르코스, De garrulitate, section 4 2:1)

  • γὰρ ἐν τῇ καρδίᾳ τοῦ νήφοντοσ ἐπὶ τῆσ γλώττησ ἐστὶ τοῦ μεθύοντοσ, ὡσ οἱ παροιμιαζόμενοι φασιν. (Plutarch, De garrulitate, section 4 5:2)

    (플루타르코스, De garrulitate, section 4 5:2)

유의어

  1. soaked

  2. to be drunken or intoxicated

파생어

  • ἀνύω (완성하다, 수행하다, 완료하다)
  • ἐφύω (to rain upon, rained upon, exposed to the rain)
  • ὕω (비 내리다, ~에 비 내리다)

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION