헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

ἀγέλαστος

1/2군 변화 형용사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: ἀγέλαστος ἀγέλαστη ἀγέλαστον

형태분석: ἀ (접두사) + γελαστ (어간) + ος (어미)

어원: gela/w

  1. 어두운, 음침한, 대단한, 어둠으로 가득찬, 압도하는
  1. not laughing, grave, gloomy, sullen
  2. not to be laughed at, not trifling

곡용 정보

1/2군 변화
남성 여성 중성
단수주격 ἀγέλαστος

어두운 (이)가

ἀγέλάστη

어두운 (이)가

ἀγέλαστον

어두운 (것)가

속격 ἀγελάστου

어두운 (이)의

ἀγέλάστης

어두운 (이)의

ἀγελάστου

어두운 (것)의

여격 ἀγελάστῳ

어두운 (이)에게

ἀγέλάστῃ

어두운 (이)에게

ἀγελάστῳ

어두운 (것)에게

대격 ἀγέλαστον

어두운 (이)를

ἀγέλάστην

어두운 (이)를

ἀγέλαστον

어두운 (것)를

호격 ἀγέλαστε

어두운 (이)야

ἀγέλάστη

어두운 (이)야

ἀγέλαστον

어두운 (것)야

쌍수주/대/호 ἀγελάστω

어두운 (이)들이

ἀγέλάστᾱ

어두운 (이)들이

ἀγελάστω

어두운 (것)들이

속/여 ἀγελάστοιν

어두운 (이)들의

ἀγέλάσταιν

어두운 (이)들의

ἀγελάστοιν

어두운 (것)들의

복수주격 ἀγέλαστοι

어두운 (이)들이

ἀγέ́λασται

어두운 (이)들이

ἀγέλαστα

어두운 (것)들이

속격 ἀγελάστων

어두운 (이)들의

ἀγέλαστῶν

어두운 (이)들의

ἀγελάστων

어두운 (것)들의

여격 ἀγελάστοις

어두운 (이)들에게

ἀγέλάσταις

어두운 (이)들에게

ἀγελάστοις

어두운 (것)들에게

대격 ἀγελάστους

어두운 (이)들을

ἀγέλάστᾱς

어두운 (이)들을

ἀγέλαστα

어두운 (것)들을

호격 ἀγέλαστοι

어두운 (이)들아

ἀγέ́λασται

어두운 (이)들아

ἀγέλαστα

어두운 (것)들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • φοβερόν ἐστι τὸ κρυπτόμενον, σκυθρωπὸν ἀγέλαστον δυσπρόσιτον, ὀργῆσ τινοσ ὑπούλου θησαυρὸσ ἢ τιμωρίασ βαρυθύμου σκέψισ ἢ ζηλοτυπία γυναικὸσ ἢ πρὸσ υἱὸν ὑποψία τισ ἢ πρὸσ φίλον ἀπιστία. (Plutarch, De curiositate, section 4 2:1)

    (플루타르코스, De curiositate, section 4 2:1)

  • φοβερόν ἐστι τὸ κρυπτόμενον , σκυθρωπὸν ἀγέλαστον δυσπρόσιτον, ὀργῆσ τινοσ ὑπούλου θησαυρὸσ ἢ τιμωρίασ βαρυθύμου σκέψισ ἢ ζηλοτυπία γυναικὸσ ἢ πρὸσ υἱὸν ὑποψία τισ ἢ πρὸσ φίλον ἀπιστία. (Plutarch, De curiositate, section 4 6:4)

    (플루타르코스, De curiositate, section 4 6:4)

  • αἴτιοσ δ’ ἦν αὐτόσ οὐκ ἀρνούμενοσ μεταμέλεσθαι, φλαυρίζων δὲ τοῦ Πομπηίου τὴν παρασκευήν καὶ πρὸσ τὰ βουλεύματα δυσκολαίνων ὑπούλωσ, καὶ τοῦ παρασκώπτειν τι καὶ λέγειν χαρίεν εἰσ τοὺσ συμμάχουσ οὐκ ἀπεχόμενοσ, ἀλλ’ αὐτόσ μὲν ἀγέλαστοσ ἀεὶ περιιὼν ἐν τῷ στρατοπέδῳ καὶ σκυθρωπόσ, ἑτέροισ δὲ παρέχων γέλωτα μηδὲν δεομένοισ. (Plutarch, Cicero, chapter 38 2:2)

    (플루타르코스, Cicero, chapter 38 2:2)

  • δὲ ἑκάστησ ἡμέρασ μετὰ τοὺσ παρ’ ἡμῶν καινοὺσ αἰεὶ λεγομένουσ λόγουσ καὶ ἀκροάματα ἑκάστοτε διάφορα ἐπεισάγει ὁ λαμπρὸσ ἡμῶν ἑστιάτωρ Λαρήνσιοσ ἔτι τε καὶ γελωτοποιούσ, φέρε λέγωμέν τι καὶ ἡμεῖσ περὶ τούτων, καίτοι γε οἶδα καὶ Ἀνάχαρσιν τὸν Σκύθην ἐν συμποσίῳ γελωτοποιῶν εἰσαχθέντων ἀγέλαστον διαμείναντα, πιθήκου δ’ ἐπεισαχθέντοσ γελάσαντα φάναι, ὡσ οὗτοσ μὲν φύσει γελοῖόσ ἐστιν, ὁ δ’ ἄνθρωποσ ἐπιτηδεύσει. (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 14, book 14, chapter 21)

    (아테나이오스, The Deipnosophists, Book 14, book 14, chapter 21)

  • "ἀγέλαστα καὶ ἀκαλλώπιστα καὶ ἀμύριστα φθεγγομένη, χιλίων ἐτῶν ἐξικνεῖται τῇ φωνῇ διὰ τὸν θεόν. (Plutarch, De Pythiae oraculis, section 6 3:2)

    (플루타르코스, De Pythiae oraculis, section 6 3:2)

  • δηρὸν δ’ ἄφθογγοσ τετιημένη ἧστ’ ἐπὶ δίφρου, οὐδέ τιν’ οὔτ’ ἔπεϊ προσπτύσσετο οὔτε τι ἔργῳ, ἀλλ’ ἀγέλαστοσ, ἄπαστοσ ἐδητύοσ ἠδὲ ποτῆτοσ ἧστο πόθῳ μινύθουσα βαθυζώνοιο θυγατρόσ, πρίν γ’ ὅτε δὴ χλεύῃσ μιν Ιἄμβη κέδν’ εἰδυῖα πολλὰ παρασκώπτουσ’ ἐτρέψατο πότνιαν ἁγνήν, μειδῆσαι γελάσαι τε καὶ ἵλαον σχεῖν θυμόν· (Anonymous, Homeric Hymns, 21:8)

    (익명 저작, Homeric Hymns, 21:8)

  • εἴποι τισ παρὰ τύμβον ἰὼν ἀγέλαστοσ ὁδίτασ τοῦτ’ ἔποσ· (Unknown, Greek Anthology, Volume II, book 7, chapter 4361)

    (작자 미상, Greek Anthology, Volume II, book 7, chapter 4361)

관련어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION