헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

μεγαλοψυχία

1군 변화 명사; 여성 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: μεγαλοψυχία

형태분석: μεγαλοψυχι (어간) + ᾱ (어미)

어원: from megalo/yu_xos

  1. 거만, 거드름, 오만, 자부심
  2. 우아, 웅장
  1. greatness of soul, magnanimity, arrogance
  2. magnificence

곡용 정보

1군 변화

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • ὁ μὲν οὖν δῆμοσ ἐξεπλάγη τὴν μεγαλοψυχίαν τοῦ νεανίσκου, καὶ περιχαρὴσ ἦν ὡσ δι’ ἐτῶν ὁμοῦ τι διακοσίων πεφηνότοσ ἀξίου τῆσ Σπάρτησ βασιλέωσ· (Plutarch, Agis, chapter 10 1:1)

    (플루타르코스, Agis, chapter 10 1:1)

  • οὐδενὸσ δ’ ἧττον αὐτοῦ τὴν ἐλευθεριότητα καὶ τὴν μεγαλοψυχίαν ἐπῄνουν οἱ ἄνθρωποι, πολὺ μὲν ἀργύριον, πολὺ δὲ χρυσίον ἐκ τῶν βασιλικῶν ἠθροισμένον οὐδ’ ἰδεῖν ἐθελήσαντοσ, ἀλλὰ τοῖσ ταμίαισ εἰσ τὸ δημόσιον παραδόντοσ. (Plutarch, Aemilius Paulus, chapter 28 6:1)

    (플루타르코스, Aemilius Paulus, chapter 28 6:1)

  • ὄψεσθε γὰρ ἐν αὐτοῖσ μεγαλοψυχίαν καὶ γενναιότητα ἀξίαν καὶ τῆσ πόλεωσ καὶ τοῦ γενέσθαι Κηφισοῦ θυγατέρα. (Lycurgus, Speeches, 134:3)

    (리쿠르고스, 연설, 134:3)

  • καὶ πολλὰ μὲν εὐθὺσ ἐν τῷ φιλοφρονεῖσθαι καὶ ἀσπάζεσθαι παρόντα, πλείω δὲ ἔτι μεταστάντοσ ἐγκώμια διῆλθεν αὐτοῦ τῆσ ἀρετῆσ, ὥστε πάντασ ἐπιστρεφομένουσ καὶ προσέχοντασ ἤδη τῷ Κάτωνι, θαυμάζειν ἐξ ὧν πρότερον κατεφρονεῖτο, καὶ πρᾳότητα καὶ μεγαλοψυχίαν ἀναθεωρεῖν. (Plutarch, Cato the Younger, chapter 14 2:1)

    (플루타르코스, Cato the Younger, chapter 14 2:1)

  • ὥσπερ γὰρ καὶ τὰ ἄλλα <ἃ> κατὰ τὴν γειτνίασιν καὶ ὁμοιότητα μέχρι του λανθάνει πόρρω προϊόντα, καὶ περὶ τὴν μεγαλοψυχίαν ταὐτὸ συμβέβηκεν. (Aristotle, Eudemian Ethics, Book 3 93:1)

    (아리스토텔레스, 에우데모스 윤리학, Book 3 93:1)

유의어

  1. 거만

  2. 우아

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION