헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

μεγαλοψυχία

1군 변화 명사; 여성 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: μεγαλοψυχία

형태분석: μεγαλοψυχι (어간) + ᾱ (어미)

어원: from megalo/yu_xos

  1. 거만, 거드름, 오만, 자부심
  2. 우아, 웅장
  1. greatness of soul, magnanimity, arrogance
  2. magnificence

곡용 정보

1군 변화

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • πλὴν ἔν γε τῷ προειρημένῳ πολέμῳ τὰσ μὲν τῶν πολιτευμάτων ἀμφοτέρων προαιρέσεισ ἐφαμίλλουσ εὑρ́οι τισ ἂν γεγενημένασ οὐ μόνον ταῖσ ἐπιβολαῖσ ἀλλὰ καὶ ταῖσ μεγαλοψυχίαισ, μάλιστα δὲ τῇ περὶ τῶν πρωτείων φιλοτιμίᾳ, τούσ γε μὴν ἄνδρασ οὐ μικρῷ πολλῷ δὲ γενναιοτέρουσ ἐν παντὶ Ῥωμαίουσ· (Polybius, Histories, book 1, chapter 64 5:1)

    (폴리비오스, Histories, book 1, chapter 64 5:1)

  • οἳ πολλαῖσ μὲν καὶ παραδόξοισ μάχαισ ἐνίκησαν τοὺσ ὑπεναντίουσ, πολλοὺσ δὲ καὶ παραβόλουσ ὑπέμειναν πόνουσ καὶ κινδύνουσ καὶ ταλαιπωρίασ, πλείστησ δὲ περιουσίασ κυριεύσαντεσ καὶ πρὸσ ἁπάσασ τὰσ ἐπιθυμίασ πλείστησ εὐπορήσαντεσ ἀπολαύσεωσ, οὔτε κατὰ τὴν σωματικὴν δύναμιν οὐδέποτε διὰ ταῦτ’ ἠλαττώθησαν, οὔτε κατὰ τὰσ ψυχικὰσ ὁρμὰσ οὐδὲν ἄδικον οὐδ’ ἀσελγὲσ ἐπετήδευσαν, ἅπαντεσ δ’, ὡσ ἔποσ εἰπεῖν, βασιλικοὶ καὶ ταῖσ μεγαλοψυχίαισ καὶ ταῖσ σωφροσύναισ καὶ ταῖσ τόλμαισ ἀπέβησαν, Φιλίππῳ καὶ μετ’ Ἀλεξάνδρῳ συμβιώσαντεσ. (Polybius, Histories, book 8, chapter 10 9:1)

    (폴리비오스, Histories, book 8, chapter 10 9:1)

유의어

  1. 거만

  2. 우아

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION