- 그-한 사전

헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

μάστιξ?

명사; 자동번역 로마알파벳 전사: mastīx 고전 발음: [띡:] 신약 발음: []

기본형: μάστιξ

어원: from same Root as ἱμάς, μάσθλης

  1. 채찍, 채, 채찍질
  1. (mostly for driving horses) whip, scourge
  2. (figuratively) lash of eloquence

예문

  • οὐ προσελεύσεται πρὸς σὲ κακά, καὶ μάστιξ οὐκ ἐγγιεῖ ἐν τῷ σκηνώματί σου. (Septuagint, Liber Psalmorum 90:10)

    (70인역 성경, 시편 90:10)

  • οἱ οἶκοι αὐτῶν εὐθηνοῦσι, φόβος δὲ οὐδαμοῦ, μάστιξ δὲ παρὰ Κυρίου οὐκ ἔστιν ἐπ᾿ αὐτοῖς. (Septuagint, Liber Iob 21:9)

    (70인역 성경, 욥기 21:9)

  • ὥσπερ μάστιξ ἵππῳ καὶ κέντρον ὄνῳ, οὕτως ράβδος ἔθνει παρανόμῳ. (Septuagint, Liber Proverbiorum 26:3)

    (70인역 성경, 잠언 26:3)

  • ἀνὴρ πολύορκος πλησθήσεται ἀνομίας, καὶ οὐκ ἀποστήσεται ἀπὸ τοῦ οἴκου αὐτοῦ μάστιξ. ἐὰν πλημμελήσῃ, ἁμαρτία αὐτοῦ ἐπ᾿ αὐτῷ, κἂν ὑπερίδῃ, ἥμαρτε δισσῶς. καὶ εἰ διακενῆς ὤμοσεν, οὐ δικαιωθήσεται, πλησθήσεται γὰρ ἐπαγωγῶν ὁ οἶκος αὐτοῦ. - (Septuagint, Liber Sirach 23:11)

    (70인역 성경, Liber Sirach 23:11)

  • ἄλγος καρδίας καὶ πένθος γυνὴ ἀντίζηλος ἐπὶ γυναικὶ καὶ μάστιξ γλώσσης πᾶσιν ἐπικοινωνοῦσα. (Septuagint, Liber Sirach 26:6)

    (70인역 성경, Liber Sirach 26:6)

유의어

  1. 채찍

  2. lash of eloquence

관련어

명사

형용사

동사

부사

출처: Wiktionary 고전 그리스어 단어 목록

이 단어를 Wiktionary에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION