Ancient Greek-English Dictionary Language

μαθητός

First/Second declension Adjective; Transliteration:

Principal Part: μαθητός μαθητή μαθητόν

Structure: μαθητ (Stem) + ος (Ending)

Sense

  1. learnt, that may be learnt

Examples

  • μαθητὰ Λεύκων οἵ τε συνδιάκονοι ὑμεῖσ· (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 9, book 9, chapter 201)
  • ὁρῶ οὖν, ὅταν συλλεγῶμεν εἰσ τὴν ἐκκλησίαν, ἐπειδὰν μὲν περὶ οἰκοδομίασ τι δέῃ πρᾶξαι τὴν πόλιν, τοὺσ οἰκοδόμουσ μεταπεμπομένουσ συμβούλουσ περὶ τῶν οἰκοδομημάτων, ὅταν δὲ περὶ ναυπηγίασ, τοὺσ ναυπηγούσ, καὶ τἆλλα πάντα οὕτωσ, ὅσα ἡγοῦνται μαθητά τε καὶ διδακτὰ εἶναι· (Plato, Euthydemus, Protagoras, Gorgias, Meno, 89:1)
  • ὅσα δὲ ἀνθρώποισ οὔτε μαθητὰ οὔτε προορατὰ ἀνθρωπίνῃ προνοίᾳ, διὰ μαντικῆσ ἂν παρὰ θεῶν πυνθανόμενοσ φρονιμώτεροσ ἄλλων εἰήσ· (Xenophon, Cyropaedia, , chapter 6 28:3)

Synonyms

  1. learnt

Related

Similar forms

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION