Ancient Greek-English Dictionary Language

μαντικός

First/Second declension Adjective; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: μαντικός μαντική μαντικόν

Structure: μαντικ (Stem) + ος (Ending)

Sense

  1. of or for a soothsayer or his art, prophetic, oracular
  2. the faculty of divination, prophecy
  3. like a prophet, oracular

Examples

  • "ἐπεὶ προϊών γε τῷ χρόνῳ καὶ οὗτοσ ἐοίκε μαντικώτατοσ ὁμοῦ γενέσθαι καὶ διαλεκτικώτατοσ. (Plutarch, De E apud Delphos, section 6 2:20)
  • τοῦτο δ’ ἔστι μὲν ἐπικαμπὲσ ἐκ θατέρου πέρατοσ, καλεῖται δὲ λίτυον χρῶνται δ’ αὐτῷ πρὸσ τὰσ τῶν πλινθίων ὑπογραφάσ ὅταν ἐπ’ ὄρνισι διαμαντευόμενοι καθέζωνται, ὡσ κἀκεῖνοσ ἐχρῆτο μαντικώτατοσ ὤν. (Plutarch, Camillus, chapter 32 5:1)
  • ὁ γὰρ δὴ μαντικώτατοσ Φρυγῶν Ἕλενοσ ὁ Πριάμου κατεμήνυσεν, ὡσ ἔτυχεν αἰχμάλωτοσ ληφθείσ, ἄνευ τούτων μήποτ̓ ἂν ἁλῶναι τὴν πόλιν. (Dio, Chrysostom, Orationes, 4:3)

Synonyms

  1. of or for a soothsayer or his art

  2. like a prophet

Related

Similar forms

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION