Ancient Greek-English Dictionary Language

μαντικός

First/Second declension Adjective; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: μαντικός μαντική μαντικόν

Structure: μαντικ (Stem) + ος (Ending)

Sense

  1. of or for a soothsayer or his art, prophetic, oracular
  2. the faculty of divination, prophecy
  3. like a prophet, oracular

Examples

  • οἱ δὲ τοὺσ ἱεροὺσ τόπουσ ἀναλαβεῖν καὶ ὁρίσαι ταχθέντεσ ὑπὸ τοῦ Καμίλλου, συγκεχυμένων ἁπάντων, ὡσ ἧκον ἐπὶ τὴν καλιάδα τοῦ Ἄρεωσ περιοδεύοντεσ τὸ Παλάτιον, αὐτὴν μὲν, ὡσ τὰ ἄλλα, διεφθαρμένην καὶ κατακεκαυμένην εὑρ͂ον ὑπὸ τῶν βαρβάρων, σκευωρούμενοι δὲ καὶ καθαίροντεσ τὸ χωρίον ἐντυγχάνουσι τῷ μαντικῷ ξύλῳ τοῦ Ῥωμύλου κατὰ τέφρασ πολλῆσ καὶ βαθείασ καταδεδυκότι. (Plutarch, Camillus, chapter 32 4:1)
  • ὅ τε ἐνθουσιασμὸσ ἐπίπνευσίν τινα θείαν ἔχειν δοκεῖ καὶ τῷ μαντικῷ γένει πλησιάζειν· (Strabo, Geography, Book 10, chapter 3 16:5)

Synonyms

  1. of or for a soothsayer or his art

  2. like a prophet

Related

Similar forms

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION