Ancient Greek-English Dictionary Language

μαντικός

First/Second declension Adjective; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: μαντικός μαντική μαντικόν

Structure: μαντικ (Stem) + ος (Ending)

Sense

  1. of or for a soothsayer or his art, prophetic, oracular
  2. the faculty of divination, prophecy
  3. like a prophet, oracular

Examples

  • "τοὺσ δὲ δαίμονασ ἐκείνουσ περιέπειν καὶ θεραπεύειν τὸν Κρόνον, ἑταίρουσ αὐτῷ γενομένουσ, ὅτε δὴ θεῶν καὶ ἀνθρώπων ἐβασίλευε καὶ πολλὰ μὲν ἀφ’ ἑαυτῶν μαντικοὺσ ὄντασ προλέγειν, τὰ δὲ μέγιστα καὶ περὶ τῶν μεγίστων ὡσ ὀνείρατα τοῦ Κρόνου κατιόντασ ἐξαγγέλλειν ὅσα γὰρ ὁ Ζεύσ προδιανοεῖται, ταῦτ’ ὀνειροπολεῖν τὸν Κρόνον· (Plutarch, De faciae quae in orbe lunae apparet, section 2620)
  • οἱ δέ γ’, ὦ φίλε, ἐν τῷ τοῦ Διὸσ τοῦ Δωδωναίου ἱερῷ δρυὸσ λόγουσ ἔφησαν μαντικοὺσ πρώτουσ γενέσθαι. (Plato, Parmenides, Philebus, Symposium, Phaedrus, 314:6)
  • ἄλλουσ δ’ εἶναι τοὺσ μὲν μαντικοὺσ καὶ ἐπῳδοὺσ καὶ τῶν περὶ τοὺσ κατοιχομένουσ λόγων καὶ νομίμων ἐμπείρουσ, ἐπαιτοῦντασ κατὰ κώμασ καὶ πόλεισ, τοὺσ δὲ χαριεστέρουσ μὲν τούτων καὶ ἀστειοτέρουσ, οὐδ’ αὐτοὺσ δὲ ἀπεχομένουσ τῶν καθ’ ᾅδην θρυλουμένων ὅσα δοκεῖ πρὸσ εὐσέβειαν καὶ ὁσιότητα· (Strabo, Geography, book 15, chapter 1 120:8)

Synonyms

  1. of or for a soothsayer or his art

  2. like a prophet

Related

Similar forms

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION