Ancient Greek-English Dictionary Language

μαντικός

First/Second declension Adjective; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: μαντικός μαντική μαντικόν

Structure: μαντικ (Stem) + ος (Ending)

Sense

  1. of or for a soothsayer or his art, prophetic, oracular
  2. the faculty of divination, prophecy
  3. like a prophet, oracular

Examples

  • ἀφ’ ὧν συνέβαλον οἱ μαντικοὶ μὴ μόνιμον αὐτῷ τὴν φυγὴν ἔσεσθαι· (Plutarch, Cicero, chapter 32 3:2)
  • ἀλλ’ οὔτε ταῦτά μοι φαίνεται λυπούμενα ᾄδειν οὔτε οἱ κύκνοι, ἀλλ’ ἅτε οἶμαι τοῦ Ἀπόλλωνοσ ὄντεσ, μαντικοί τέ εἰσι καὶ προειδότεσ τὰ ἐν Αἵδου ἀγαθὰ ᾄδουσι καὶ τέρπονται ἐκείνην τὴν ἡμέραν διαφερόντωσ ἢ ἐν τῷ ἔμπροσθεν χρόνῳ. (Plato, Euthyphro, Apology, Crito, Phaedo, 508:2)
  • ἀλλ’ ὅτι νὴ Δία καὶ οἱ προφῆται τῶν θεῶν ὁπόσοι μαντικοὶ μέτρῳ σημαίνουσιν ἃ χρὴ ποιεῖν; (Aristides, Aelius, Orationes, 2:7)
  • ἤδη δέ τισ πιὼν ἐξ ἀφώνου φωνὴν ἀφῆκεν, ὥσπερ οἱ τῶν ἀπορρήτων ὑδάτων πιόντεσ μαντικοὶ γιγνόμενοι. (Aristides, Aelius, Orationes, 4:4)

Synonyms

  1. of or for a soothsayer or his art

  2. like a prophet

Related

Similar forms

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION