- 그-한 사전

헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

μαγειρικός?

1/2군 변화 형용사; 로마알파벳 전사: mageirikos 고전 발음: [마게리꼬] 신약 발음: [마기리꼬]

기본형: μαγειρικός μαγειρική μαγειρικόν

형태분석: μαγειρικ (어간) + ος (어미)

  1. fit for a cook or cookery
  2. (of persons) skilled in cooking

곡용 정보

1/2군 변화
남성 여성 중성
단수주격 μαγειρικός

(이)가

μαγειρική

(이)가

μαγειρικόν

(것)가

속격 μαγειρικοῦ

(이)의

μαγειρικῆς

(이)의

μαγειρικοῦ

(것)의

여격 μαγειρικῷ

(이)에게

μαγειρικῇ

(이)에게

μαγειρικῷ

(것)에게

대격 μαγειρικόν

(이)를

μαγειρικήν

(이)를

μαγειρικόν

(것)를

호격 μαγειρικέ

(이)야

μαγειρική

(이)야

μαγειρικόν

(것)야

쌍수주/대/호 μαγειρικώ

(이)들이

μαγειρικά

(이)들이

μαγειρικώ

(것)들이

속/여 μαγειρικοῖν

(이)들의

μαγειρικαῖν

(이)들의

μαγειρικοῖν

(것)들의

복수주격 μαγειρικοί

(이)들이

μαγειρικαί

(이)들이

μαγειρικά

(것)들이

속격 μαγειρικῶν

(이)들의

μαγειρικῶν

(이)들의

μαγειρικῶν

(것)들의

여격 μαγειρικοῖς

(이)들에게

μαγειρικαῖς

(이)들에게

μαγειρικοῖς

(것)들에게

대격 μαγειρικούς

(이)들을

μαγειρικάς

(이)들을

μαγειρικά

(것)들을

호격 μαγειρικοί

(이)들아

μαγειρικαί

(이)들아

μαγειρικά

(것)들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • "τοῦ μέλλοντος ἑστιάσεσθαι μὴ μαγειρικοῦ ὄντος, σκευαζομένης θοίνης ἀκυροτέρα ἡ κρίσις · (Lucian, De parasito sive artem esse parasiticam, (no name) 5:5)

    (루키아노스, De parasito sive artem esse parasiticam, (no name) 5:5)

  • τάραττε καὶ χόρδευ ὁμοῦ τὰ πράγματα ἅπαντα, καὶ τὸν δῆμον ἀεὶ προσποιοῦ ὑπογλυκαίνων ῥηματίοις μαγειρικοῖς. (Aristotle, Prologue 6:3)

    (아리스토텔레스, Prologue 6:3)

  • τῶν ἡδυσμάτων πάντων κράτιστόν ἐστιν ἐν μαγειρικῇ ἀλαζονεία: (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 9, book 9, chapter 203)

    (아테나이오스, The Deipnosophists, Book 9, book 9, chapter 203)

  • ἱππόδρομος οὗτός ἐστί σοι μαγειρικῆς, μέμνησο καὶ σὺ τοῦτο. (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 9, book 9, chapter 20 3:2)

    (아테나이오스, The Deipnosophists, Book 9, book 9, chapter 20 3:2)

  • οὐδ ἔστιν εἰπεῖν περὶ μαγειρικῆς, ἐπεὶ εἶπ ἀρτίως ὁρ´ον γὰρ οὐκ ἔσχηκεν οὐδὲ κύριον αὐτὴ δ ἑαυτῆς ἐστι δεσπότης. (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 9, book 9, chapter 68 1:40)

    (아테나이오스, The Deipnosophists, Book 9, book 9, chapter 68 1:40)

유의어

  1. fit for a cook or cookery

  2. skilled in cooking

관련어

명사

형용사

동사

출처: Wiktionary 고전 그리스어 단어 목록

이 단어를 Wiktionary에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION