λωποδύτης
1군 변화 명사; 남성
자동번역
로마알파벳 전사:
고전 발음: []
신약 발음: []
기본형:
λωποδύτης
λωποδύτου
형태분석:
λωποδυτ
(어간)
+
ης
(어미)
뜻
- 도둑, 강도, 도적, 약탈자
- one who slips into another's clothes, a clothes-stealer
- a thief, robber, footpad
곡용 정보
1군 변화
위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.
현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.
- ὡσ ἔγωγε ἤν ποτε ἐπιδημήσω τῇ Σπάρτῃ καθ’ ὃν καιρὸν ταῦτα δρῶσι, δοκῶ μοι τάχιστα καταλευσθήσεσθαι δημοσίᾳ πρὸσ αὐτῶν, ἐπιγελῶν ἑκάστοισ, ὁπόταν ὁρῶ τυπτομένουσ καθάπερ κλέπτασ ἢ λωποδύτασ ἤ τι ἄλλο τοιοῦτον ἐργασαμένουσ. (Lucian, Anacharsis, (no name) 39:8)
(루키아노스, Anacharsis, (no name) 39:8)
- καὶ πρὸσ τούτοισ γάστριδασ ἡμῶν ὄντασ μᾶλλον καὶ λωποδύτασ καὶ βωμολόχουσ κἀνδραποδιστάσ. (Aristophanes, Thesmophoriazusae, Parabasis, pnigos2)
(아리스토파네스, Thesmophoriazusae, Parabasis, pnigos2)
- καθιστᾶσι δὲ καὶ τοὺσ ἕνδεκα κλήρῳ, τοὺσ ἐπιμελησομένουσ τῶν ἐν τῷ δεσμωτηρίῳ, καὶ τοὺσ ἀπαγομένουσ κλέπτασ καὶ τοὺσ ἀνδραποδιστὰσ καὶ τοὺσ λωποδύτασ, ἂν μὲν ὁμολογῶσι, θανάτῳ ζημιώσοντασ, ἂν δ’ ἀμφισβητῶσιν, εἰσάξοντασ εἰσ τὸ δικαστήριον, κἂν μὲν ἀποφύγωσιν, ἀφήσοντασ, εἰ δὲ μή, τότε θανατώσοντασ, καὶ τὰ ἀπογραφόμενα χωρία καὶ οἰκίασ εἰσάξοντασ εἰσ τὸ δικαστήριον, καὶ τὰ δόξαντα δημόσια εἶναι παραδώσοντασ τοῖσ πωληταῖσ, καὶ τὰσ ἐνδείξεισ εἰσάξοντασ· (Aristotle, Athenian Constitution, work Ath. Pol., chapter 52 1:1)
(아리스토텔레스, 아테네인들의 정치체제, work Ath. Pol., chapter 52 1:1)
- τοὺσ κυκλίουσ τούτουσ, τοὺσ αὐτὰρ ἔπειτα λέγοντασ μισῶ, λωποδύτασ ἀλλοτρίων ἐπέων. (Unknown, Greek Anthology, Volume IV, book 11, chapter 1301)
(작자 미상, Greek Anthology, Volume IV, book 11, chapter 1301)