Ancient Greek-English Dictionary Language

λῃστρικός

First/Second declension Adjective; Transliteration:

Principal Part: λῃστρικός λῃστρική λῃστρικόν

Structure: λῃστρικ (Stem) + ος (Ending)

Etym.: = lh|stiko/s

Sense

  1. piratical

Examples

  • τοὺσ δ’ Ἀργείουσ πυθομένουσ καὶ χαλεπαίνοντασ πεῖσαι χρημάτων ὑποσχέσει Τυρρηνοὺσ λῃστρικῷ τῷ βίῳ χρωμένουσ ἁρπάσαι τὸ βρέτασ, πεπεισμένουσ αὐτοὺσ ὡσ, εἰ τοῦτο γένοιτο, πάντωσ τι κακὸν πρὸσ τῶν τὴν Σάμον κατοικούντων ἡ Ἀδμήτη πείσεται. (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 15, book 15, chapter 12 3:1)
  • Ὀλίγον δὲ ὕστερον παρὰ τοῦ Σκυθῶν βασιλέωσ ἀφικνοῦνται παῤ Ἀλέξανδρον πρέσβεισ, ὑπὲρ τῶν πραχθέντων ἐσ ἀπολογίαν ἐκπεμφθέντεσ, ὅτι οὐκ ἀπὸ τοῦ κοινοῦ τῶν Σκυθῶν ἐπράχθη, ἀλλὰ καθ̓ ἁρπαγὴν λῃστρικῷ τρόπῳ σταλέντων, καὶ αὐτὸσ ὅτι ἐθέλοι ποιεῖν τὰ ἐπαγγελλόμενα. (Arrian, Anabasis, book 4, chapter 5 1:1)

Synonyms

  1. piratical

Related

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION