Ancient Greek-English Dictionary Language

λῃστρικός

First/Second declension Adjective; Transliteration:

Principal Part: λῃστρικός λῃστρική λῃστρικόν

Structure: λῃστρικ (Stem) + ος (Ending)

Etym.: = lh|stiko/s

Sense

  1. piratical

Examples

  • ἐντεῦθεν οἱ κτηματικοὶ τὰσ μὲν ἐσθῆτασ μετέβαλον καὶ περιῄεσαν οἰκτροὶ καὶ ταπεινοὶ κατὰ τὴν ἀγοράν, ἐπεβούλευον δὲ τῷ Τιβερίῳ κρύφα καὶ συνίστασαν ἐπ’ αὐτὸν τοὺσ ἀναιρήσοντασ, ὥστε κἀκεῖνον οὐδενὸσ ἀγνοοῦντοσ ὑποζώννυσθαι ξιφίδιον λῃστρικόν, ὃ δόλωνα καλοῦσιν. (Plutarch, Tiberius Gracchus, chapter 10 7:1)
  • πλοῖον ὡρ́μει περὶ τὴν Ἰθακησίαν λῃστρικόν ἐν ᾧ πρεσβύτησ ἐτύγχανε μετὰ κεραμίων ἐχόντων πίτταν. (Plutarch, Quaestiones Graecae, section 34 1:2)
  • πλοῖον ὡρ́μει περὶ τὴν Ἰθακησίαν λῃστρικόν, ἐν ᾧ πρεσβύτησ ἐτύγχανε μετὰ κεραμίων ἐχόντων πίτταν. (Plutarch, Quaestiones Graecae, section 342)
  • αὐτὸσ δέ, τῆσ ὁλκάδοσ, ἐφ’ ἧσ ἔπλει, μήτε πρὸσ τὴν γῆν εὐπαρακομίστου διὰ μέγεθοσ ἐν σάλῳ μεγάλῳ καὶ κύματι τυφλῷ παρισταμένησ τοῖσ κυβερνήταισ, πρόσ τε τὴν θάλασσαν ἤδη βαρείασ καὶ ὑπεράντλου γενομένησ, μετεμβὰσ εἰσ λῃστρικὸν μυοπάρωνα καὶ τὸ σῶμα πειραταῖσ ἐγχειρίσασ ἀνελπίστωσ καὶ παραβόλωσ εἰσ τὴν Ποντικὴν Ἡράκλειαν ἐξεσώθη. (Plutarch, Lucullus, chapter 13 3:1)
  • λέγεται γὰρ ἐν Ῥώμῃ βίαιον ἄνδρα καὶ λῃστρικὸν γενόμενον καὶ περικόψαντα πολλοὺσ, Μάκελλον τοὔνομα, μόγισ ἁλῶναι καὶ κολασθῆναι· (Plutarch, Quaestiones Romanae, section 54 1:2)

Synonyms

  1. piratical

Related

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION