- 그-한 사전

헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

λῆρος?

2군 변화 명사; 남성 자동번역 로마알파벳 전사: lēros 고전 발음: [레:로] 신약 발음: [레로]

기본형: λῆρος

  1. 난센스, 헛소리, 비합리적인 행동, 논센스, 해학, 잡동사니, 허튼소리, 장난감
  1. silly talk, nonsense, trumpery, nonsense, a trifler, nonsense! humbug!

예문

  • ἀλλ ὁρ´α μὴ ταῦτα μὲν ὑμῖν τὰ κομψὰ λῆρος ᾖ καὶ παιδιὰ ἄλλως καὶ διατριβαὶ ἀργοῦσι καὶ ῥᾳθυμεῖν ἐθέλουσι τοῖς νεανίσκοις. (Lucian, Anacharsis, (no name) 32:3)

    (루키아노스, Anacharsis, (no name) 32:3)

  • εἴσῃ γὰρ μετ ὀλίγον ^ εἰ λῆρος εἶναί σοι δόξει τὰ λεχθησόμενα. (Lucian, De saltatione, (no name) 7:2)

    (루키아노스, De saltatione, (no name) 7:2)

  • λῆρος γὰρ ἄλλως τὸ τοιοῦτον. (Lucian, Prometheus, (no name) 6:3)

    (루키아노스, Prometheus, (no name) 6:3)

  • εἰ μὲν καὶ ταῦτα λῆρός ἐστιν ἃ εἴρηκας, εἰσόμεθα μικρὸν ὕστερον ἐγὼ δέ, ἐπείπερ ἱκανὰ φὴς εἶναι τὰ κατηγορημένα, πειράσομαι ὡς ἂν οἱό῀ς τε ὦ διαλύσασθαι τὰ ἐγκλήματα. (Lucian, Prometheus, (no name) 7:1)

    (루키아노스, Prometheus, (no name) 7:1)

  • "ἀλλὰ καὶ ἀναγίγνωσκε τὰ παλαιὰ μὲν μὴ σύ γε, μηδὲ εἴ τι ὁ λῆρος Ἰσοκράτης ἢ ὁ χαρίτων ἄμοιρος Δημοσθένης ἢ ὁ ψυχρὸς Πλάτων, ἀλλὰ τοὺς τῶν ὀλίγον πρὸ ἡμῶν λόγους καὶ ἅς φασι ταύτας μελέτας, ὡς ἔχῃς ἀπ ἐκείνων ἐπισιτισάμενος ἐν καιρῷ καταχρῆσθαι καθάπερ ἐκ ταμιείου προαιρῶν. (Lucian, Rhetorum praeceptor, (no name) 13:28)

    (루키아노스, Rhetorum praeceptor, (no name) 13:28)

유의어

  1. 난센스

관련어

명사

형용사

동사

부사

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION