헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

λεπτόν

2군 변화 명사; 중성 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: λεπτόν λεπτοῦ

형태분석: λεπτ (어간) + ον (어미)

  1. 작은 동전
  1. a small coin, lepton
  2. the small intestine

곡용 정보

2군 변화
단수 쌍수 복수
주격 λεπτόν

작은 동전이

λεπτώ

작은 동전들이

λεπτά

작은 동전들이

속격 λεπτοῦ

작은 동전의

λεπτοῖν

작은 동전들의

λεπτῶν

작은 동전들의

여격 λεπτῷ

작은 동전에게

λεπτοῖν

작은 동전들에게

λεπτοῖς

작은 동전들에게

대격 λεπτόν

작은 동전을

λεπτώ

작은 동전들을

λεπτά

작은 동전들을

호격 λεπτόν

작은 동전아

λεπτώ

작은 동전들아

λεπτά

작은 동전들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • ἢν δὲ ἀτενίσῃσ, κατόψει καὶ τὰσ Μοίρασ ἄνω ἐπικλωθούσασ ἑκάστῳ τὸν ἄτρακτον, ἀφ’ οὗ ἠρτῆσθαι συμβέβηκεν ἅπαντασ ἐκ λεπτῶν νημάτων. (Lucian, Contemplantes, (no name) 16:1)

    (루키아노스, Contemplantes, (no name) 16:1)

  • παρέσχον, ὦ Κλωνάριον, ἱκετευούσησ πολλὰ καὶ ὁρ́μον τινά μοι δούσησ τῶν πολυτελῶν καὶ ὀθόνασ τῶν λεπτῶν. (Lucian, Dialogi meretricii, 4:8)

    (루키아노스, Dialogi meretricii, 4:8)

  • ἐγὼ δὲ λεπτῶν ὄμμα διὰ καλυμμάτων ἔχουσ’, ἀδελφόν τ’ οὐκ ἀνειλόμην χεροῖν, ‐ ὃσ νῦν ὄλωλεν ‐ οὐ κασιγνήτῃ στόμα συνῆψ’ ὑπ’ αἰδοῦσ, ὡσ ἰοῦσ’ ἐσ Πηλέωσ μέλαθρα· (Euripides, Iphigenia in Tauris, episode 7:10)

    (에우리피데스, Iphigenia in Tauris, episode 7:10)

  • λεπτῶν τε κανόνων ἐσβολὰσ ἐπῶν τε γωνιασμούσ, νοεῖν ὁρᾶν ξυνιέναι στρέφειν ἐρᾶν τεχνάζειν, κάχ’ ὑποτοπεῖσθαι, περινοεῖν ἅπαντα ‐ φημὶ κἀγώ. (Aristophanes, Frogs, Agon, Epirrheme 1:14)

    (아리스토파네스, Frogs, Agon, Epirrheme 1:14)

  • ἅπαντεσ γὰρ ἐσ τραγῳδίαν παρεκίνουν καὶ ἰαμβεῖα ἐφθέγγοντο καὶ μέγα ἐβόων, μάλιστα δὲ τὴν Εὐριπίδου Ἀνδρομέδαν ἐμονῴδουν καὶ τὴν τοῦ Περσέωσ ῥῆσιν ἐν μέρει διεξῄεσαν, καὶ μεστὴ ἦν ἡ πόλισ ὠχρῶν ἁπάντων καὶ λεπτῶν τῶν ἑβδομαίων ἐκείνων τραγῳδῶν, σὺ δ̓ ὦ θεῶν τύραννε κἀνθρώπων Ἔρωσ, καὶ τὰ ἄλλα μεγάλῃ τῇ φωνῇ ἀναβοώντων καὶ τοῦτο ἐπὶ πολύ, ἄχρι δὴ χειμὼν καὶ κρύοσ δὲ μέγα γενόμενον ἔπαυσε ληροῦντασ αὐτούσ. (Lucian, Quomodo historia conscribenda sit, chapter 1 2:1)

    (루키아노스, Quomodo historia conscribenda sit, chapter 1 2:1)

유의어

  1. 작은 동전

유사 형태

출처: Wiktionary 고전 그리스어 단어 목록

이 단어를 Wiktionary에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION