헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

λεπτόν

2군 변화 명사; 중성 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: λεπτόν λεπτοῦ

형태분석: λεπτ (어간) + ον (어미)

  1. 작은 동전
  1. a small coin, lepton
  2. the small intestine

곡용 정보

2군 변화
단수 쌍수 복수
주격 λεπτόν

작은 동전이

λεπτώ

작은 동전들이

λεπτά

작은 동전들이

속격 λεπτοῦ

작은 동전의

λεπτοῖν

작은 동전들의

λεπτῶν

작은 동전들의

여격 λεπτῷ

작은 동전에게

λεπτοῖν

작은 동전들에게

λεπτοῖς

작은 동전들에게

대격 λεπτόν

작은 동전을

λεπτώ

작은 동전들을

λεπτά

작은 동전들을

호격 λεπτόν

작은 동전아

λεπτώ

작은 동전들아

λεπτά

작은 동전들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • ἐῶ λέγειν προστερνίδια καὶ προγαστρίδια, προσθετὴν καὶ ἐπιτεχνητὴν παχύτητα προσποιούμενοσ, ὡσ μὴ τοῦ μήκουσ ἡ ἀρρυθμία ἐν λεπτῷ μᾶλλον ἐλέγχοιτο· (Lucian, De saltatione, (no name) 27:2)

    (루키아노스, De saltatione, (no name) 27:2)

  • ἐπεί τοί γε εἰ σιωπήσασ αὐτὰ ἢ πρὸσ τοὐναντίον εἰπὼν ἐπανορθώσασθαι ἐδύνατο, ῥᾷστον ἦν ἑνὶ καλάμῳ λεπτῷ τὸν Θουκυδίδην ἀνατρέψαι μὲν τὸ ἐν ταῖσ Ἐπιπολαῖσ παρατείχισμα, καταδῦσαι δὲ τὴν Ἑρμοκράτουσ τριήρη καὶ τὸν κατάρατον Γύλιππον διαπεῖραι μεταξὺ ἀποτειχίζοντα καὶ ἀποταφρεύοντα τὰσ ὁδούσ, καὶ τέλοσ Συρακουσίουσ μὲν ἐσ τὰσ λιθοτομίασ ἐμβαλεῖν, τοὺσ δὲ Ἀθηναίουσ περιπλεῖν Σικελίαν καὶ Ἰταλίαν μετὰ τῶν πρώτων τοῦ Ἀλκιβιάδου ἐλπίδων. (Lucian, Quomodo historia conscribenda sit, chapter 38 2:3)

    (루키아노스, Quomodo historia conscribenda sit, chapter 38 2:3)

  • ἄνδρε γὰρ λεπτὼ λογιστὰ δεῦρ’ ἀφῖχθον ὡσ ἐμέ. (Aristophanes, Birds, Parodos, lyric 1:7)

    (아리스토파네스, Birds, Parodos, lyric 1:7)

  • πράγμασιν ἐμφυόμενοσ ἀλλὰ τὴν λέξιν Ἀττικὴν ἀξιῶν εἶναι καὶ ἰσχνὴν ὅμοιόσ ἐστι μὴ βουλομένῳ πιεῖν ἀντίδοτον, ἂν μὴ τὸ ἀγγεῖον ἐκ τῆσ Ἀττικῆσ κωλιάδοσ κεκεραμευμένον, μηδ’ ἱμάτιον περιβαλέσθαι χειμῶνοσ, εἰ μὴ προβάτων Ἀττικῶν εἰή τὸ ἔριον, ἀλλ’ ὥσπερ ἐν τρίβωνι Λυσιακοῦ λόγου λεπτῷ καὶ ψιλῷ καθήμενοσ ἄπρακτοσ καὶ ἀκίνητοσ. (Plutarch, De Recta Ratione Audiendi, chapter, section 9 4:1)

    (플루타르코스, De Recta Ratione Audiendi, chapter, section 9 4:1)

  • πρὸσ θεῶν, ἔραμαι τέττιγα φαγεῖν καὶ κερκώπην θηρευσαμένη καλάμῳ λεπτῷ. (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 4, book 4, chapter 10 2:3)

    (아테나이오스, The Deipnosophists, Book 4, book 4, chapter 10 2:3)

유의어

  1. 작은 동전

유사 형태

출처: Wiktionary 고전 그리스어 단어 목록

이 단어를 Wiktionary에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION