헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

λεπρός

1/2군 변화 형용사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: λεπρός λεπρά̄ λεπρόν

형태분석: λεπρ (어간) + ος (어미)

어원: le/pw

  1. 거친, 거센, 딱딱한, 비늘 모양의
  2. 나병의, 나병 환자의
  1. scaly, scabby, rough
  2. leprous, mangy

곡용 정보

1/2군 변화
남성 여성 중성
단수주격 λεπρός

거친 (이)가

λεπρᾱ́

거친 (이)가

λεπρόν

거친 (것)가

속격 λεπροῦ

거친 (이)의

λεπρᾶς

거친 (이)의

λεπροῦ

거친 (것)의

여격 λεπρῷ

거친 (이)에게

λεπρᾷ

거친 (이)에게

λεπρῷ

거친 (것)에게

대격 λεπρόν

거친 (이)를

λεπρᾱ́ν

거친 (이)를

λεπρόν

거친 (것)를

호격 λεπρέ

거친 (이)야

λεπρᾱ́

거친 (이)야

λεπρόν

거친 (것)야

쌍수주/대/호 λεπρώ

거친 (이)들이

λεπρᾱ́

거친 (이)들이

λεπρώ

거친 (것)들이

속/여 λεπροῖν

거친 (이)들의

λεπραῖν

거친 (이)들의

λεπροῖν

거친 (것)들의

복수주격 λεπροί

거친 (이)들이

λεπραί

거친 (이)들이

λεπρά

거친 (것)들이

속격 λεπρῶν

거친 (이)들의

λεπρῶν

거친 (이)들의

λεπρῶν

거친 (것)들의

여격 λεπροῖς

거친 (이)들에게

λεπραῖς

거친 (이)들에게

λεπροῖς

거친 (것)들에게

대격 λεπρούς

거친 (이)들을

λεπρᾱ́ς

거친 (이)들을

λεπρά

거친 (것)들을

호격 λεπροί

거친 (이)들아

λεπραί

거친 (이)들아

λεπρά

거친 (것)들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • τοῦτον δὲ τὸν ἄνδρα θαυμαστὸν μὲν Αἰγύπτιοι καὶ θεῖον νομίζουσι, βούλονται δὲ προσποιεῖν αὐτοῖσ μετὰ βλασφημίασ ἀπιθάνου, λέγοντεσ Ἡλιοπολίτην εἶναι τῶν ἐκεῖθεν ἱερέων ἕνα διὰ τὴν λέπραν συνεξεληλαμένον. (Flavius Josephus, Contra Apionem, 310:2)

    (플라비우스 요세푸스, Contra Apionem, 310:2)

  • διὰ τί τοῖσ συνεχῶσ διὰ τῶν δεδροσισμένων δένδρων βαδίζουσι λέπραν ἴσχει τὰ ψαύοντα τῆσ ὕλησ μόρια τοῦ σώματοσ; (Plutarch, Quaestiones Naturales, chapter 6 1:1)

    (플루타르코스, Quaestiones Naturales, chapter 6 1:1)

  • καὶ τῶν τὸ γάλα πινόντων ἐξανθεῖ τὰ σώματα λέπραν καὶ ψωρικὰσ τραχύτητασ, τὸν δὲ λόγον, ὃν θύοντεσ ἅπαξ ὗν ἐν πανσελήνῳ καὶ ἐσθίοντεσ ἐπιλέγουσιν, ὡσ ὁ Τυφὼν ὗν διώκων πρὸσ τὴν πανσέληνον εὑρ͂ε τὴν ξυλίνην σορόν, ἐν ᾗ τὸ σῶμα τοῦ Ὀσίριδοσ ἔκειτο, καὶ διέρριψεν, οὐ πάντεσ ἀποδέχονται, παρακουσμάτιον ὥσπερ ἄλλα πολλὰ νομίζοντεσ· (Plutarch, De Iside et Osiride, section 8 4:3)

    (플루타르코스, De Iside et Osiride, section 8 4:3)

  • Ἔστιν ἡ δυσχέρεια ἀθεραπευσία σώματοσ λύπησ παρασκευαστική, ὁ δὲ δυσχερὴσ τοιοῦτόσ τισ, οἱο͂σ λέπραν ἔχων καὶ ἀλφὸν καὶ τοὺσ ὄνυχασ μεγάλουσ περιπατεῖν καὶ φῆσαι ταῦτα εἶναι αὑτῷ συγγενικὰ ἀρρωστήματα· (Theophrastus, Characters, 1:1)

    (테오프라스토스, Characters, 1:1)

  • Φαρμακίοισι Ῥόδων λέπραν καὶ χοιράδασ αἴρει· (Unknown, Greek Anthology, Volume IV, book 11, chapter 3331)

    (작자 미상, Greek Anthology, Volume IV, book 11, chapter 3331)

출처: Wiktionary 고전 그리스어 단어 목록

이 단어를 Wiktionary에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION